Σελίδες

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

Χάρης Κατσιμίχας - Χρήστος Θηβαίος | Γοητευμένοι απ'το βυθό

Ποίηση: Αργύρης Χιόνης Μουσική - Μελοποίηση: Χάρης Κατσιμίχας Ερμηνεία: Χρήστος Θηβαίος Παραγωγή: Θάνος Μικρούτσικος

Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

Σάββατο 27 Ιουνίου 2020

Χειμερινοί Κολυμβητές - Ο δρόμος

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

Waiting for You · Nick Cave & The Bad Seeds

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2020

Μαρία Πολυδούρη: Μιχάλης Κουμπιός - Αχ! η καρδιά μου

Δώρα Σελλά
Η Μαρία Πολυδούρη, που γεννήθηκε την 1η Απριλίου του 1902, «έχει από καιρό περάσει στην περιοχή του λογοτεχνικού μύθου: είναι το σύμβολο της πρόωρα χαμένης ομορφιάς και του μοιραίου έρωτα, της σπαταλημένης νεότητας και της αυθεντικής ποιητικής κατάθεσης» γράφει η Χριστίνα Ντουνιά, καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, στο βιβλίο της «Μαρία Πολυδούρη - Τα ποιήματα».

Σήμερα θα ακούσουμε ένα από τα πιο ωραία ποιήματά της, από τη συλλογή της «Οι τρίλλιες που σβήνουν» (1928), μελοποιημένο από τον Μιχάλη Κουμπιό όπως ακριβώς του ταιριάζει και ερμηνευμένο έξοχα από την Κατερίνα Γιαμαλή, που περιλαμβάνεται στο άλμπουμ «Ζωγραφιστά τραγούδια» (2009).  



ΑΧ, Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ

Ἄχ, ἡ καρδιά μου νοσταλγεῖ,
τώρα ποὺ φεύγει ἡ μέρα,
τὸ ροδινὸ ξημέρωμα,
τὸν ἥλιο, τὸν αἰθέρα.

Τὰ παιδικὰ χαμόγελα,
τὸ κύμα ποὺ ἀπαντοῦσε
στὸ φλοίσβημα τῆς πρόσχαρης
φωνούλας μας ποὺ ἀχοῦσε.

Τὴ βάρκα ποὺ λικνίζοταν
στὴ μέθη μας τοῦ ὀνείρου,
τὸ ἁβρὸ τραγούδι ποὺ ἔσμιγε
τὴ σιγαλιὰ τοῦ ἀπείρου.

Τὴ χαραυγὴ ποὺ ρόδιζε
τὰ σεντεφένια πλάτια,
τὴν πεθυμιὰ τὴν ἄχραντη
στ᾿ ἀγγελικά μας μάτια.

Ἄχ, ἡ καρδιά μου νοσταλγεῖ,
τώρα ποὺ ἡ μέρα σβήνει,
τῆς ὀμορφιᾶς τὸ πέρασμα,
τὴ νειότη ποὺ μ᾿ ἀφήνει.

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2020

ΜΑΝΟΣ ΛΟΙΖΟΣ: ΚΙ ΑΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ

Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2020

Τρίτη 16 Ιουνίου 2020

Paterson του Jim Jarmusch (ένα κείμενο της Ελίζας Σικαλοπούλου)



Το σφυρί συνδέεται ήδη με το καρφί και το καρφί, κι αυτό με τη σειρά του, ήδη με τον τοίχο, όπως το σπίτι με τον κόσμο.

–  ελεύθερη απόδοση από Martin Heidegger, Είναι και Χρόνος, Division Ι.


Τι θαυμάσιο

Κόβω ξύλα

Ανάβω φωτιά.

–    Γιαπωνέζικο χαϊκού

Ι.

Ένας άνδρας κάθεται σε ένα παγκάκι. Στο χέρι του, ένα τετράδιο, προσεκτικά γραμμένο. Το τραγούδι ενός καταρράκτη από απέναντι. Καμία αναμονή, καμία έκσταση της μελετημένης έμπνευσης, καμία προσπάθεια. Οι σκέψεις του, κοχλάζουσες αντηχήσεις, σαν ήχος νερού που ρέει μέσα στη φαντασία. Τα μεγάλα γεγονότα λείπουν γιατί δεν είναι τόσο ηχηρά.

ΙΙ.

Κρυφοί κανόνες, σιωπηλά εμπεδωμένοι, και ντελικάτη φιλοσοφική διάθεση συνθέτουν την καρδιά της ποιητικής του Paterson, στην οποία ο ομώνυμος πρωταγωνιστής, οδηγός Transit αστικού λεωφορείου και ποιητής εξ ενστίκτου, περιδιαβαίνει τη μικρή επαρχιακή του πόλη παρατηρώντας τα διεσπαρμένα κομμάτια της να αποκαλύπτονται στη φιλήσυχη, τοπική του ύπαρξη: η εγκάρδια σχέση με τη γυναίκα του, οι φίλοι και θαμώνες του μπαρ, ο σκύλος του, η καθημερινή συναναστροφή με συναδέλφους και επιβάτες στο λεωφορείο,  συστήνουν την προσωπική του μυθολογία, ενώ η γενναιόδωρη παράδοσή του στους όρους της καθημερινής ζωής εγγράφεται μέσα από την αυστηρά κυκλική δομή της αφήγησης, επιτρέποντας την είσοδό του σε όλες τις φευγαλέες λεπτομέρειες. Κλείνοντας μέσα της επτά επεισόδια σαν ποιητικές στροφές, σε επτά ημέρες, η ποίηση της ταινίας συναντά στη μεγάλη κλίμακα την ποίηση του Jarmusch, και συμπυκνώνει τη μοντέρνα ερωτηματοθεσία για μια μη αντικειμενική αναπαράσταση του κόσμου, την αποδυνάμωση της κυριαρχίας του βλέμματος σε κάτι καθολικά δοσμένο.

ΙΙΙ.
Μια φαινομενολογική προβληματική σκέπει την πόλη του Paterson, όπου οι θνητοί ζουν κάτω από τους θεούς και τον ουρανό, εν μέσω ενός ήδη πάντα κατασκευασμένου κόσμου, πάνω στη γη και μαζί με τους άλλους (Gewiert). Τίποτε δεν είναι διαχωρισμένο από το άλλο μέσα στο συν-είναι της καθημερινής δοσοληψίας, της ποίησης του κόσμου, που εκφράζεται μέσα στο τετριμμένο της δημόσιας σφαίρας και την ερωτική οικειότητα της κοινής ζωής. Κάθε σκηνή φέρει τα πανομοιότυπα μοτίβα μιας στοιχειώδους “δράσης”, όπως το απαλό ξύπνημα στο κρεβάτι που μυρίζει Κυριακή, η καθημερινή πορεία στη δουλειά, τα ποιήματα που αναβλύζουν κάθε μέρα μέσα απ’ τις διπλοτυπίες του καταρράκτη από μια ζωή καθ’ όλα ουδέτερη, στα κατακόρυφα μήκη των χρωμάτων που ρέουν σα βροχή από την κοσμική ψυχή για να συναντηθούν με το χωμάτινο στοιχείο.
IV.
Ο χρόνος γλιστράει γλυκά σαν το σεντόνι, στις παρυφές των ωραρίων, καθώς, όπως και στην τέχνη, έτσι και στη ζωή η επιλογή της εστίασης είναι ανοικτός φάκελος. Έτσι, κάθε μικρή επαναληπτικότητα ανανεώνει τα δεδομένα της, εφόσον ο ήρωας έχει ήδη αφιερωθεί στην ερμηνεία τους, πολλές φορές αισθανόμενος ότι βρίσκεται στο επίκεντρο ενός διάχυτου, αστείρευτου σουρεαλισμού που τον κάνει να μειδιά και να ομορφαίνει. Η ταινία δεν έχει τις αξιώσεις μιας άσκησης ύφους. Ακόμη κι αν τα φαινόμενα, το αντιληπτικό πράγμα δε μεταμορφώνονται, η ίδια η ποιητική ματιά τα στολίζει με τη λεπτή αξία μιας νέας νοηματοδότησης. Η χρήση της μεταφοράς στα ποιήματά του αγγίζει το φλοιό του κόσμου και, συγχρόνως, αφήνει το αίνιγμα ανέγγιχτο.

V.

Η μεταβλητότητα, άπιαστο, μαύρο πουλί της εύθραυστης φωλιάς μας, είναι η μεγαλύτερη σταθερά της διαρκούς κίνησης του Είναι. Ο σταθερός ρυθμός και το χαμηλών τόνων μουσικό ύφος της ταινίας ξύνει την κασίδα του πάνω στη γιαπωνέζικης προέλευσης ιδέα του mujō (transience), που, στη βουδιστική υπαρξιακή τυπολογία, περιγράφει τη γέννηση και τη φθορά όλων των πραγμάτων γύρω από μία κοινή ρίζα, το φευγαλέο, χωρίς ουσία, ασταμάτητα μεταβαλλόμενο πυρήνα που είναι για την κατανόησή μας, ό,τι σημαίνει ένα φορτωμένο κεφάλι μέσα στη θηλιά του θανάτου. Ο έρωτας του Paterson είναι το μέσο της αποκαλυπτικότητας και της επαφής με το Είναι και ο πρωταγωνιστής ζει ασυνειδήτως με τη συναίσθηση της γλωσσικής και βιοτικής ακροβασίας ανάμεσα στη μεταφορά και την κυριολεξία, το φευγαλέο και το στερεωμένο.

VI.

Η ηρεμία του βρίσκεται στην αιχμή μεταξύ των ζωντανών και νεκρών παρόντων, που φέρνουν στη ζωή τα δίδυμα από το όνειρο της γυναίκας του στο ξύπνημα της νέας ζωής. Η πρώτη και η τελευταία σελίδα του τετραδίου είναι ίδιες, χάρτινες, υλικές, άγραφες, θεωρητικά αταξινόμητες, προεκτάσεις του χεριού μιας κρυμμένης νόησης. Φθορά ή αφθαρσία, η διάζευξη παραμένει πυρηνική. Η αρμονία των διπόλων στην ταινία (δίδυμα αδέρφια, άσπρο-μαύρο, αρσενικό-θηλυκό), μια δυαδικότητα χαρακτηριστική της δημιουργικής τάξης, είναι μια σπουδή πάνω στη διυποκειμενικότητα, που κορυφώνεται στη σκηνή του αφοπλισμού στο μπαρ ως βία της φιλειρηνικής φύσης κατά της διατάραξης μιας αέρινης, ενυπάρχουσας κοσμικής ισορροπίας.

VII.
The Line
There’s an old song
my grandfather used to sing
that has the question,
“or would you rather be a fish?”
In the same song
is the same question
but with a mule and a pig,
but the one I hear sometimes
in my head is the fish one.
Just that one line.
Would you rather be a fish?
As if the rest of the song
didn’t have to be there.”
Τελικά, η συμφιλίωση του Paterson με τη ρευστότητα των πραγμάτων δοκιμάζεται όταν ο σκύλος καταστρέφει το τετράδιό του. Η στάση που διατηρεί δεν είναι ψύχραιμη, αλλά φιλοσοφημένη, και η ίδια η ζωή θα γεμίσει εμπιστευτικά τα κενά της για να του προσφέρει εξισορρόπηση. Το νέο ποίημα είναι ακριβώς περιγεγραμμένο με το μελαγχολικά όμορφο και ασύλληπτο σχήμα που έχουν τα δώρα της ζωής μέσα στην κυκλικότητα της αρχής και του τέλους τους. “Ή θα ήθελες να είσαι ψάρι;” Το μόνο που στοιχειοθετείται στη μνήμη, είναι το μόνο που είναι κοντά του. Κατ’ αυτό τον τρόπο, το ερώτημα με τα κατηγορήματά του τίθεται ως διάζευξη μεταξύ γενών, όμως αυτός θυμάται μόνο το στίχο που τον αφορά και, μαγικά, τον οδηγεί πάντοτε μέσα στον εαυτό του, σαν ακούσια υπαρξιακή επιλογή. Είναι βουβός, υδάτινος δεσμός που έρχεται από κάπου πολύ μακριά, απ’ την πρώτη δημιουργία, από τις τεκτονικές πλάκες του κόσμου που χτυπούν σαν τον ήχο που γεννούν τα πρώτα δύο βράγχια στην πρώτη ανάσα του σύμπαντος.

Πηγή: http://cinephilia.gr/index.php/tainies/amerika-2/6892-paterson-tou-jim-jarmusch-ena-keimeno-tis-elizas-sikalopoylou#

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

Usurum & Φοίβος Δεληβοριάς - (Δε) Θέλω


Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

Δήμητρα Αθανασοπούλου: "Καμία πατρίδα για την τρίτη ηλικία"

Στην «Μπαλάντα του Ναραγιάμα», μια 70χρονη ανεβαίνει στην κορυφή ενός βουνού για να ξεψυχήσει, με απώτερο στόχο ο θάνατός της να επιτρέψει την επιβίωση ενός νεότερου και πιο παραγωγικού μέλους της κοινότητας. Το φιλμ του Σοχέι Ιμαμούρα αναφέρεται σε μια παλαιά ιαπωνική πρακτική που έχει τις ρίζες της σε περιόδους ξηρασίας και λιμού και επέβαλε μια «εθελούσια διακοπή τού εγώ» των γηραιών και εξασθενημένων ατόμων προς όφελος των νέων.

Ο όρος Ubasute –«εγκατάλειψη ενός ηλικιωμένου»– αποδίδει σήμερα τη σύγχρονη όψη της εθιμοτυπικής αυτής πρακτικής, η οποία επανέρχεται στο προσκήνιο με κάθε νέα φυσική καταστροφή, κρίση ή πανδημία. Η αφήγηση, ωστόσο, που νομιμοποιεί την απομάκρυνση και την εξόντωση του «περιττού Αλλου» δεν αφορά μονάχα τη μακρινή Ανατολή, αλλά και τις γειτονιές της Ευρώπης. Απλώς το αφήγημα μεταλλάσσεται σαν ιός που αποκτά μεγαλύτερη ανθεκτικότητα.

Κάπως έτσι, η χρόνια αγωνία του ανθρώπου να απομακρύνει τα γηρατειά από τον θάνατο σκόνταψε και πάλι πάνω σε έναν φονικό ιό. Προηγουμένως, ωστόσο, είχε σκοντάψει στην κοινωνική αναπαράσταση της τρίτης ηλικίας, η οποία είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ομοιογενοποίηση των γηραιών ατόμων και την απόσυρσή τους από την παραγωγική οικονομία. Οπως και με την πολιτική διαχείριση του γήρατος και της θνητότητας.

Πόσο είναι εφικτό να μην εγκλωβιζόμαστε στον κυρίαρχο λόγο που επενεργεί στην ταυτότητα των ηλικιωμένων ατόμων νομιμοποιώντας τον εξοστρακισμό τους;

«Οι ηλικιωμένοι δαιμονοποιούνται, χειραγωγούνται και θεωρούνται βάρος για την κοινωνία στο Ηνωμένο Βασίλειο». Σε αυτή τη φράση συνοψίζονται τα ευρήματα μιας αναφοράς που δημοσιεύτηκε σε άρθρο του Guardian για τις παρενέργειες των επιβλαβών στερεοτύπων που αναπαράγονται εν μέσω της νέας δυστοπικής συνθήκης και δεν αφορούν μόνο τη Μεγάλη Βρετανία. Ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τον Covid-19 –σημειώνει η Amelia Hill στη βρετανική εφημερίδα– αναδεικνύει σειρά κρίσιμων ερωτημάτων σχετικά με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τους ηλικιωμένους, ενώ παράλληλα ρίχνει φως στην επίδραση που μπορούν να έχουν αυτές οι συμπεριφορές πάνω στα άτομα της τρίτης ηλικίας.

Μπορούμε, άραγε, να κοιτάξουμε πέρα από τη βιολογική όψη και να δούμε τα πρόσωπα των ηλικιωμένων πίσω από τα στερεότυπα;

Είναι ευρέως αποδεκτό πως ο τρόπος με τον οποίο αναπαράγονται τα στερεότυπα στις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις επηρεάζει σε βάθος χρόνου τις πολιτικές στρατηγικές που αναπτύσσονται. Κατ’ επέκταση, η ανομοιογένεια ενός πληθυσμού και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ατόμου χάνονται μέσα στις κοινωνικά κατασκευασμένες έννοιες. Και όσο οι ηλικιωμένοι αποτελούν μία ξεχωριστή πλην ομοιογενοποιημένη μερίδα του πληθυσμού που παύει να είναι παραγωγική, τόσο το σύγχρονο Ubasute γίνεται αναπόδραστο. Και τα στερεότυπα οικοδομούν νέα σύμπαντα διακρίσεων και αποκλεισμών.

Πολιτική διαχείριση της θνητότητας

Πώς μπορεί η ζωή ενός πληθυσμού να εκπέσει από την κατηγορία του ανθρώπινου και να μην είναι πια (η ζωή του) άξια οδύνης; Το ερώτημα είχε θέσει η Judith Butler στο κείμενο «Βία, Πένθος, Πολιτική» σε σχέση με το πώς κάποιες αφηγήσεις νομιμοποιούν τον διαχωρισμό εκείνων που πρέπει να ζήσουν από εκείνους που μπορούμε να αφήσουμε να πεθάνουν.

Πριν από λίγο καιρό στο «Γκρίζα Αυγή: Πώς το Κύμα της Γήρανσης θα μεταμορφώσει τον κόσμο», ο Πιτ Πίτερσον σημείωνε πως «η έκρηξη των γηρατειών θα έχει τεράστιες επιπτώσεις στην οικονομία, στην κοινωνία, στις γεωπολιτικές ισορροπίες».

Η ταύτιση των ηλικιωμένων –τις τελευταίες δεκαετίες– με τη συνταξιοδότηση και τα επιβαρυμένα ασφαλιστικά ταμεία έχει οδηγήσει, ως γνωστόν, σταδιακά και ύπουλα στη δαιμονοποίησή τους.

Εν μέσω αυτού του «γκρίζου αιώνα των ηλικιωμένων» –δανεικός όρος από τον Πίτερσον– ήρθε και ο Covid-19 για να μειώσει αυτήν την πρωτοφανή αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης σε παγκόσμιο επίπεδο.

Μαζί με τον νέο κορονοϊό ήρθαν, όμως, και η κοινωνική απομόνωση των γερόντων του κόσμου και οι ανεπαρκείς κλίνες των μονάδων εντατικής θεραπείας σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, που μεταμόρφωσαν τους ηλικιωμένους σε «σώματα που περισσεύουν». Για να μην αναφερθούμε στις συνέπειες της συναισθηματικής απομόνωσης πάνω στον εύθραυστο ψυχισμό τους.
«Πολυκαιρισμένα, εξοστρακισμένα σώματα»

«Ποτέ πριν οι άνθρωποι δεν είχαν χάσει τη ζωή τους τόσο αθόρυβα και τόσο μόνοι όσο στις ανεπτυγμένες κοινωνίες», είχε επισημάνει κάποτε ο κοινωνιολόγος Norbert Elias στη «Μοναξιά των Θνησκόντων». Και τα λόγια του είναι σαν να γράφτηκαν τώρα, το 2020, όταν οι υπερήλικοι πεθαίνουν μόνοι και μέσα στη σιωπή. Σαν «χαμένοι αριθμοί» που θρηνούνται τόσο όσο διαρκεί ένα δελτίο ειδήσεων. Ισως γιατί κανονικοποιείται –περισσότερο από ποτέ– ο εξοστρακισμός και η θυσία του γερασμένου και ασθενούς σώματος στο όνομα της φαντασίωσης του ακμαίου και υγιούς.

Κι όμως, θα έπρεπε να βιώνουν την «κορύφωση της ύπαρξής τους». Οσο όμως τα σώματά μας ιατρικοποιούνται στις νεωτερικές κοινωνίες, τα γηρατειά δεν εκλαμβάνονται ως επίγευση μιας ζωής γεμάτης, αλλά ως ασθένεια. Ετσι, τα σημάδια του γήρατος αντιμετωπίζονται ως μειονεξίες που καθιστούν τους ανθρώπους αδύναμους και εξαρτώμενους. Συνεπώς, επιτρέπεται με μεγαλύτερη ευκολία η εφαρμογή των πολιτικών κλίμακας, ενώ μειώνεται η πολιτική ευθύνη απέναντι στον θάνατο μιας συγκεκριμένης κατηγορίας ανθρώπων. Ποιοι θα είναι οι «αυριανοί γέροντες», τα νέα σώματα που θα εξοστρακιστούν;

Ως γνωστόν, η παγίωση των διακρίσεων σε βάρος μιας ομάδας επιτυγχάνεται σε ένα πρώτο επίπεδο χάρη στον ρόλο της γλώσσας. Ο χώρος που καταλαμβάνουν τα «πολυκαιρισμένα σώματα-καταναλωτές συντάξεων» στο λεκτικό πεδίο είναι ένας χώρος επιφορτισμένος με ενοχή, κόπωση και σιωπή. Και ο τρόπος που υπάρχουμε μέσα στον «ηγεμονικό λόγο» μπορεί να αποβεί πιο καταστροφικός από μια πανδημία.

Είναι περισσότερο από αναγκαία, λοιπόν, μια πολιτιστική μετατόπιση στον τρόπο που βλέπουμε την τρίτη ηλικία. Τα πρόσωπα των ανθρώπων θα πρέπει να ξεχωρίζουν πέρα από τη βιολογική όψη, πέρα από τις κοινωνικές κατασκευές. Για να επιτευχθεί μια νέα συγκρότηση ταυτότητας των ηλικιωμένων, που δεν θα ταυτίζεται με την «αποσύνθεση» ή το «κοινωνικό βάρος». Για να υπάρξουν πολλές πατρίδες για την τρίτη ηλικία. Με δεδομένο, πάντα, πως το «ανθρώπινο είναι» είναι εμποτισμένο μέσα στον χρόνο, καταδικασμένο ή ευλογημένο να βιώνει την επίδραση των «καιρών» πάνω του.

Πηγή: