Σελίδες

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

Δήμητρα Αθανασοπούλου: "Καμία πατρίδα για την τρίτη ηλικία"

Στην «Μπαλάντα του Ναραγιάμα», μια 70χρονη ανεβαίνει στην κορυφή ενός βουνού για να ξεψυχήσει, με απώτερο στόχο ο θάνατός της να επιτρέψει την επιβίωση ενός νεότερου και πιο παραγωγικού μέλους της κοινότητας. Το φιλμ του Σοχέι Ιμαμούρα αναφέρεται σε μια παλαιά ιαπωνική πρακτική που έχει τις ρίζες της σε περιόδους ξηρασίας και λιμού και επέβαλε μια «εθελούσια διακοπή τού εγώ» των γηραιών και εξασθενημένων ατόμων προς όφελος των νέων.

Ο όρος Ubasute –«εγκατάλειψη ενός ηλικιωμένου»– αποδίδει σήμερα τη σύγχρονη όψη της εθιμοτυπικής αυτής πρακτικής, η οποία επανέρχεται στο προσκήνιο με κάθε νέα φυσική καταστροφή, κρίση ή πανδημία. Η αφήγηση, ωστόσο, που νομιμοποιεί την απομάκρυνση και την εξόντωση του «περιττού Αλλου» δεν αφορά μονάχα τη μακρινή Ανατολή, αλλά και τις γειτονιές της Ευρώπης. Απλώς το αφήγημα μεταλλάσσεται σαν ιός που αποκτά μεγαλύτερη ανθεκτικότητα.

Κάπως έτσι, η χρόνια αγωνία του ανθρώπου να απομακρύνει τα γηρατειά από τον θάνατο σκόνταψε και πάλι πάνω σε έναν φονικό ιό. Προηγουμένως, ωστόσο, είχε σκοντάψει στην κοινωνική αναπαράσταση της τρίτης ηλικίας, η οποία είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ομοιογενοποίηση των γηραιών ατόμων και την απόσυρσή τους από την παραγωγική οικονομία. Οπως και με την πολιτική διαχείριση του γήρατος και της θνητότητας.

Πόσο είναι εφικτό να μην εγκλωβιζόμαστε στον κυρίαρχο λόγο που επενεργεί στην ταυτότητα των ηλικιωμένων ατόμων νομιμοποιώντας τον εξοστρακισμό τους;

«Οι ηλικιωμένοι δαιμονοποιούνται, χειραγωγούνται και θεωρούνται βάρος για την κοινωνία στο Ηνωμένο Βασίλειο». Σε αυτή τη φράση συνοψίζονται τα ευρήματα μιας αναφοράς που δημοσιεύτηκε σε άρθρο του Guardian για τις παρενέργειες των επιβλαβών στερεοτύπων που αναπαράγονται εν μέσω της νέας δυστοπικής συνθήκης και δεν αφορούν μόνο τη Μεγάλη Βρετανία. Ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τον Covid-19 –σημειώνει η Amelia Hill στη βρετανική εφημερίδα– αναδεικνύει σειρά κρίσιμων ερωτημάτων σχετικά με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τους ηλικιωμένους, ενώ παράλληλα ρίχνει φως στην επίδραση που μπορούν να έχουν αυτές οι συμπεριφορές πάνω στα άτομα της τρίτης ηλικίας.

Μπορούμε, άραγε, να κοιτάξουμε πέρα από τη βιολογική όψη και να δούμε τα πρόσωπα των ηλικιωμένων πίσω από τα στερεότυπα;

Είναι ευρέως αποδεκτό πως ο τρόπος με τον οποίο αναπαράγονται τα στερεότυπα στις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις επηρεάζει σε βάθος χρόνου τις πολιτικές στρατηγικές που αναπτύσσονται. Κατ’ επέκταση, η ανομοιογένεια ενός πληθυσμού και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ατόμου χάνονται μέσα στις κοινωνικά κατασκευασμένες έννοιες. Και όσο οι ηλικιωμένοι αποτελούν μία ξεχωριστή πλην ομοιογενοποιημένη μερίδα του πληθυσμού που παύει να είναι παραγωγική, τόσο το σύγχρονο Ubasute γίνεται αναπόδραστο. Και τα στερεότυπα οικοδομούν νέα σύμπαντα διακρίσεων και αποκλεισμών.

Πολιτική διαχείριση της θνητότητας

Πώς μπορεί η ζωή ενός πληθυσμού να εκπέσει από την κατηγορία του ανθρώπινου και να μην είναι πια (η ζωή του) άξια οδύνης; Το ερώτημα είχε θέσει η Judith Butler στο κείμενο «Βία, Πένθος, Πολιτική» σε σχέση με το πώς κάποιες αφηγήσεις νομιμοποιούν τον διαχωρισμό εκείνων που πρέπει να ζήσουν από εκείνους που μπορούμε να αφήσουμε να πεθάνουν.

Πριν από λίγο καιρό στο «Γκρίζα Αυγή: Πώς το Κύμα της Γήρανσης θα μεταμορφώσει τον κόσμο», ο Πιτ Πίτερσον σημείωνε πως «η έκρηξη των γηρατειών θα έχει τεράστιες επιπτώσεις στην οικονομία, στην κοινωνία, στις γεωπολιτικές ισορροπίες».

Η ταύτιση των ηλικιωμένων –τις τελευταίες δεκαετίες– με τη συνταξιοδότηση και τα επιβαρυμένα ασφαλιστικά ταμεία έχει οδηγήσει, ως γνωστόν, σταδιακά και ύπουλα στη δαιμονοποίησή τους.

Εν μέσω αυτού του «γκρίζου αιώνα των ηλικιωμένων» –δανεικός όρος από τον Πίτερσον– ήρθε και ο Covid-19 για να μειώσει αυτήν την πρωτοφανή αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης σε παγκόσμιο επίπεδο.

Μαζί με τον νέο κορονοϊό ήρθαν, όμως, και η κοινωνική απομόνωση των γερόντων του κόσμου και οι ανεπαρκείς κλίνες των μονάδων εντατικής θεραπείας σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, που μεταμόρφωσαν τους ηλικιωμένους σε «σώματα που περισσεύουν». Για να μην αναφερθούμε στις συνέπειες της συναισθηματικής απομόνωσης πάνω στον εύθραυστο ψυχισμό τους.
«Πολυκαιρισμένα, εξοστρακισμένα σώματα»

«Ποτέ πριν οι άνθρωποι δεν είχαν χάσει τη ζωή τους τόσο αθόρυβα και τόσο μόνοι όσο στις ανεπτυγμένες κοινωνίες», είχε επισημάνει κάποτε ο κοινωνιολόγος Norbert Elias στη «Μοναξιά των Θνησκόντων». Και τα λόγια του είναι σαν να γράφτηκαν τώρα, το 2020, όταν οι υπερήλικοι πεθαίνουν μόνοι και μέσα στη σιωπή. Σαν «χαμένοι αριθμοί» που θρηνούνται τόσο όσο διαρκεί ένα δελτίο ειδήσεων. Ισως γιατί κανονικοποιείται –περισσότερο από ποτέ– ο εξοστρακισμός και η θυσία του γερασμένου και ασθενούς σώματος στο όνομα της φαντασίωσης του ακμαίου και υγιούς.

Κι όμως, θα έπρεπε να βιώνουν την «κορύφωση της ύπαρξής τους». Οσο όμως τα σώματά μας ιατρικοποιούνται στις νεωτερικές κοινωνίες, τα γηρατειά δεν εκλαμβάνονται ως επίγευση μιας ζωής γεμάτης, αλλά ως ασθένεια. Ετσι, τα σημάδια του γήρατος αντιμετωπίζονται ως μειονεξίες που καθιστούν τους ανθρώπους αδύναμους και εξαρτώμενους. Συνεπώς, επιτρέπεται με μεγαλύτερη ευκολία η εφαρμογή των πολιτικών κλίμακας, ενώ μειώνεται η πολιτική ευθύνη απέναντι στον θάνατο μιας συγκεκριμένης κατηγορίας ανθρώπων. Ποιοι θα είναι οι «αυριανοί γέροντες», τα νέα σώματα που θα εξοστρακιστούν;

Ως γνωστόν, η παγίωση των διακρίσεων σε βάρος μιας ομάδας επιτυγχάνεται σε ένα πρώτο επίπεδο χάρη στον ρόλο της γλώσσας. Ο χώρος που καταλαμβάνουν τα «πολυκαιρισμένα σώματα-καταναλωτές συντάξεων» στο λεκτικό πεδίο είναι ένας χώρος επιφορτισμένος με ενοχή, κόπωση και σιωπή. Και ο τρόπος που υπάρχουμε μέσα στον «ηγεμονικό λόγο» μπορεί να αποβεί πιο καταστροφικός από μια πανδημία.

Είναι περισσότερο από αναγκαία, λοιπόν, μια πολιτιστική μετατόπιση στον τρόπο που βλέπουμε την τρίτη ηλικία. Τα πρόσωπα των ανθρώπων θα πρέπει να ξεχωρίζουν πέρα από τη βιολογική όψη, πέρα από τις κοινωνικές κατασκευές. Για να επιτευχθεί μια νέα συγκρότηση ταυτότητας των ηλικιωμένων, που δεν θα ταυτίζεται με την «αποσύνθεση» ή το «κοινωνικό βάρος». Για να υπάρξουν πολλές πατρίδες για την τρίτη ηλικία. Με δεδομένο, πάντα, πως το «ανθρώπινο είναι» είναι εμποτισμένο μέσα στον χρόνο, καταδικασμένο ή ευλογημένο να βιώνει την επίδραση των «καιρών» πάνω του.

Πηγή: 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο/η είπε...