Το πρώτο πράγμα που τέθηκε σε κρίση από την παγκοσμιοποίηση των επικοινωνιών μέσω του Ίντερνετ, είναι η έννοια των συνόρων. Η έννοια των συνόρων είναι αρχαία όσο και το ανθρώπινο είδος, ή μάλλον, όσο όλα τα ζωικά είδη.
Η ηθολογία μας διδάσκει ότι κάθε ζώο αναγνωρίζει γύρω από το ίδιο και τα όμοιά του μια σφαίρα σεβασμού, μια περιοχή μέσα στην οποία αισθάνεται ασφαλές και θεωρεί αντίπαλο όποιον διασχίσει αυτό το όριο. Η πολιτισμική ανθρωπολογία μας έδειξε ότι αυτή η προστατευτική σφαίρα ποικίλλει ανάλογα με τους πολιτισμούς, και για ορισμένους λαούς μια εγγύτητα του συνομιλητή που άλλοι λαοί θεωρούν έκφραση εμπιστοσύνη, θεωρείται εισβολή και επιθετικότητα.
Σε ανθρώπινο επίπεδο, αυτή η ζώνη προστασίας εκτείνεται από το άτομο στην κοινότητα. Τα όρια -των πόλεων, της περιοχής, του βασιλείου- θεωρούνταν ανέκαθεν μια συλλογική διεύρυνση των ατομικών σφαιρών προστασίας Ας αναλογιστούμε πόσο ο λατινικός τρόπος σκέψης επέμενε στην έννοια των συνόρων, σε σημείο μάλιστα ώστε να βασίσει τον μύθο της ίδρυσης του σε μια τέτοια παραβίαση της περιοχής: ο Ρωμύλος χαράζει κάποια όρια και σκοτώνει τον αδερφό του, επειδή δεν τα σεβάστηκε.
Ο Ιούλιος Καίσαρ, διασχίζοντας τον Ρουβίκωνα, αντιμετωπίζει την ίδια αγωνία που ίσως ένιωσε ο Ρώμος πριν καταπατήσει το όριο που είχε χαράξει ο αδερφός του. Ξέρει ότι διασχίζοντας εκείνο το ποτάμι, εισβάλλει ένοπλα σε ρωμαϊκή περιοχή. Το αν μετά θα κατευθυνθεί προς το Ρίμινι, όπως κάνει στην αρχή ή θα βαδίσει προς τη Ρώμη, είναι άσχετο: η ιεροσυλία διαπράττεται τη στιγμή που διασχίζει τα σύνορα και είναι αμετάκλητη. Ο κύβος ερρίφθη.
Οι Έλληνες ήξεραν τα όρια της πόλεως και αυτά τα όρια χαράσσονταν από τη χρήση της ίδιας γλώσσας – ή των διάφορων διαλέκτων της. Οι βάρβαροι άρχιζαν εκεί όπου δεν μιλιούνταν πια τα ελληνικά.
Μερικές φορές, η έννοια των (πολιτικών) συνόρων ήταν τόσο επίμονη ώστε να προκαλεί την ανέγερση ενός τείχους μέσα στην ίδια πόλη, προκειμένου να καθοριστεί ποιος ήταν από δω και ποιος από κει. Και, τουλάχιστον για τους Ανατολικογερμανούς, το να περάσουν τα σύνορα τους εξέθετε στην ίδια τιμωρία που βρήκε και ο μυθικός Ρώμος. Το παράδειγμα του Ανατολικού Βερολίνου μάς λέει στην ουσία κάτι που στην πραγματικότητα αφορά κάθε σύνορο. Το σύνορο όχι μόνο προστατεύει την κοινότητα από μια επίθεση ξένων, αλλά και από το βλέμμα τους. Τα τείχη και το γλωσσικό φράγμα μπορούν να χρησιμεύσουν σε ένα δεσποτικό καθεστώς για να κρατήσει τους υπηκόους του σε άγνοια γύρω απ’ τα όσα συμβαίνουν αλλού, αλλά εν γένει εγγυώνται στους πολίτες ότι οι πιθανοί εισβολείς δεν έχουν πληροφορίες για τα ήθη, για τα πλούτη, για τις εφευρέσεις, για τα συστήματα καλλιέργειάς τους. Το μεγάλο σινικό τείχος δεν προστάτευε μόνο τους υπηκόους του Βασιλείου του Ουρανού από τις εισβολές, αλλά διασφάλιζε και το μυστικό της παραγωγής του μεταξιού.
Αντίστροφα, οι υπήκοοι ανέκαθεν πλήρωναν αυτή την κοινωνική μυστικοπάθεια αποδεχόμενοι την απώλεια της ιδιωτικής τους μυστικοπάθειας. Διαφόρου τύπου ανακρίσεις, κοσμικές ή Θρησκευτικές, είχαν δικαίωμα να παρακολουθούν τη συμπεριφορά και συχνά μάλιστα τις σκέψεις των υπηκόων, και ας μην μιλήσουμε για τους τελωνειακούς και φορολογικούς νόμους μέσω των οποίων θεωρούνταν πάντα σωστό ο ιδιωτικός πλούτος των πολιτών να είναι γνωστός στο κράτος.
Με το Ίντερνετ η ίδια η έννοια του εθνικού κράτους μπαίνει σιγά σιγά σε κρίση. Το Ίντερνετ δεν είναι απλώς το μέσον που επιτρέπει να δημιουργηθούν διεθνείς και πολύγλωσσες chat lines. Σήμερα, μια πόλη της Πομερανίας μπορεί να αδελφοποιηθεί με ένα κέντρο της Εστρεμαδούρα, βρίσκοντας on line κοινά ενδιαφέροντα και εμπορικές συναλλαγές πέρα από τις εθνικές οδούς που ακόμα διασχίζουν σύνορα. Σήμερα, μέσα στα ακατάπαυστα κύματα των μεταναστών, είναι όλο και πιο εύκολο για μια μουσουλμανική κοινότητα της Ρώμης να συνδεθεί με μια μουσουλμανική κοινότητα του Βερολίνου.
Ωστόσο, αυτή η πτώση των συνόρων προκάλεσε δύο αντίθετα φαινόμενα. Από τη μια, δεν υπάρχει πια εθνική κοινότητα που να μπορεί να εμποδίσει τους πολίτες της να γνωρίσουν αυτό που συμβαίνει σε άλλες χώρες και σύντομα θα είναι αδύνατο να εμποδίσεις τον πολίτη οποιοσδήποτε δικτατορίας να μαθαίνει σε πραγματικό χρόνο αυτό που συμβαίνει αλλού. Από την άλλη, η αυστηρή παρακολούθηση που ασκούν τα κράτη στις δραστηριότητες των πολιτών πέρασε σε άλλα κέντρα εξουσίας που είναι τεχνολογικά σε θέση (αν και όχι πάντα νόμιμα) να γνωρίζουν σε ποιον γράψαμε, τι αγοράσαμε, ποια ταξίδια κάναμε, ποιες είναι οι εγκυκλοπαιδικές παραξενιές μας και ακόμα και οι σεξουαλικές προτιμήσεις μας.
Ακόμα και ο δύστυχος παιδεραστής του παλιού καιρού που προσπαθούσε, μες στον κλειστό κύκλο του χωριού του, να κρατήσει κρυφό το νοσηρό πάθος του, σήμερα ενθαρρύνεται να γίνει ακόμα και επιδειξίας, εκθέτοντας επικίνδυνα on line το επαίσχυντο μυστικό του. Το μεγάλο πρόβλημα του πολίτη που διαφυλάττει ζηλότυπα την ιδιωτική ζωή του, δεν είναι το να προφυλαχτεί από τους hackers, που δεν είναι περισσότεροι ή πιο επικίνδυνοι από τους παλιούς ληστές των δρόμων που λήστευαν κάποτε τους εμπόρους, αλλά από τα cookies και απ’ όλα τ’ άλλα τεχνολογικά θαύματα που επιτρέπουν τη συλλογή πληροφοριών για το άτομό μας.
Μια πρόσφατη τηλεοπτική εκπομπή πείθει το παγκόσμιο κοινό ότι η κατάσταση του Μεγάλου Αδελφού έγκειται στο ν’ αποφασίσουν (με μια ελεύθερη, αν και αξιοθρήνητη, πράξη βούλησης) ορισμένα άτομα να αφήσουν τα ευτυχισμένα να κατασκοπεύουν πλήθη να τους παρακολουθούν. Αλλ’ αυτός δεν είναι ο Μεγάλος Αδελφός για τον οποίο μιλούσε ο Όργουελ. Ο Μεγάλος Αδελφός του Όργουελ μπαίνει σε λειτουργία από μια στενή νομενκλατούρα που κατασκοπεύει κάθε ατομική πράξη κάθε μέλους του πλήθους, ενάντια στις επιθυμίες όλων. Ο Μεγάλος Αδελφός του Όργουελ δεν είναι η τηλεόραση, όπου εκατομμύρια ηδονοβλεψίες κοιτάζουν ένα μόνο επιδειξία. Είναι το Πανόπτικον του Μπένθαμ, όπου πλήθος φρουροί παρατηρούν, απαρατήρητοι και αόρατοι, έναν και μόνο καταδικασμένο.
Αλλ’ αν στο μυθιστόρημα του Όργουελ ο Μεγάλος Αδελφός ήταν μια αλληγορία για τον Πατερούλη Στάλιν, σήμερα ο Μεγάλος Αδελφός που μας παρατηρεί δεν έχει πρόσωπο και δεν είναι ένας, είναι το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας. Όπως και η Εξουσία του Φουκό, δεν είναι μια αναγνωρίσιμη οντότητα, αλλά είναι το σύνολο μιας σειράς κέντρων που δέχονται το παιχνίδι και αλληλοϋποστηρίζονται, σε σημείο ώστε, όποιος κατασκοπεύει από ένα κέντρο εξουσίας τους άλλους να ψωνίζουν σ’ ένα σούπερ μάρκετ, θα κατασκοπευτεί με τη σειρά του όταν θα πληρώνει το ξενοδοχείο με την πιστωτική του κάρτα. Όταν η Εξουσία δεν έχει πια πρόσωπο, γίνεται ανίκητη. Ή τουλάχιστον, είναι δύσκολο να την ελέγξεις.
***
Umberto Eco – Με το βήμα του κάβουρα – Θερμοί πόλεμοι και λαϊκισμός των ΜΜΕ . Μετάφραση: Έφη Καλλιφατίδη .Ελληνικά Γράμματα, 2006