[…] Έμενα κάποια φορά σ’ ενός γιατρού. Δεξιός ο άνθρωπος, αλλά δε
γούσταρε και τους εθνοσωτήρες. Ήξερε ότι ήμουνα κομμουνιστής, και κάθε
βράδυ που έβγαινα για δουλειά, γέμιζε από αισιοδοξία. Ε, κάποτε
κανονίστηκε μια γιάφκα, και το βράδυ που θα ’φευγα από το σπίτι του,
σαν αποχαιρετιστήριο, κατεβάσαμε κάνα δυο ουίσκι. Δυνατό πράμα, σε
φτιάχνει στα σβέλτα. Ήμουνα, που λες, φτιαγμένος και ακοντρολάριστος,
που λένε.
Την ώρα που έφευγα και με χαιρέταγε, τα μάτια του στάζανε
λύπη. Μου λέει, πού θα πας τώρα, ρε Φάνη — εγώ μια ζωή το ίδιο
ψευδώνυμο στις παρανομίες. Όπως στεκόμασταν όρθιοι, του λέω, σοβαρά
μιλάς, γιατρέ, εμένα λυπάσαι; Ξαφνιάστηκε, μα, μου λέει, φεύγεις έτσι
μέσα στη νύχτα, σε κυνηγάνε θεοί και δαίμονες, σκοτώνουν, βασανίζουν,
δεν έχεις σπίτι, οικογένεια, δεν έχεις όνομα... Τον κοίταξα. Έπρεπε να
τον πληγώσω, δεν είχα άλλο δρόμο. Ήμουνα στριμωγμένος, αν αφηνόμουνα
στην παραδοχή της λύπης, ήμουνα χαμένος, γιατί τα αντικειμενικά
στοιχεία, όπως τα περιέγραψε ο γιατρός, ήτανε σωστά. Όμως είχα ανάγκη να
υπερασπιστώ τη ζωή μου, την ουσία της, απέναντι και στον ίδιο τον
εαυτό μου. Σοβαρά, του λέω, γιατρέ, εμένα λυπάσαι; Τα έχασε ελαφρώς.
Ήταν πολύ καλός και γλυκός άνθρωπος, αλλά και παλικάρι, για να δεχτεί
να κρύψει έναν παράνομο σε μια στιγμή που ούτε η μάνα σου, που λέει ο
λόγος, δε σ’ έβαζε μέσα. Όπου το ραδιόφωνο ούρλιαζε ημερήσιες διαταγές,
«Πας όστις φιλοξενεί άτομον μη δηλωμένον εις τας Αστυνομικάς Αρχάς, θα
παραπέμπεται εις το έκτακτον στροτοδικείον...» Κοίτα να δεις, του λέω,
εγώ κρατάω τη ζωή μου και τη μοίρα μου στα χέρια μου, οι επιλογές
είναι δικές μου, όποτε θέλω, περνάω στη δική σου θέση. Αν τώρα κάνω ένα
τηλεφώνημα στην ασφάλεια και τους πω ότι παύω να ασχολούμαι με την
πολιτική, χωρίς να αποκηρύξω τίποτα και κανέναν, αύριο θα περπατάω και
γώ «ελεύθερα» και «ακίνδυνα» όπως εσύ... Εσύ μπορείς να περάσεις στη
δική μου θέση; Να τα παρατήσεις όλα, λεφτά, καριέρα, οικογένεια,
σπίτια, να δεθείς μ’ ένα όνειρο και να το κυνηγήσεις, ν’ αγαπήσεις με
πάθος τους ανθρώπους και την ελευθερία τους, να μπεις στην καρδιά της
εποχής σου, και από απλός θεατής να γίνεις δημιουργός της ιστορίας;
Και, να σου πω και κάτι ακόμα: είμαστε συνομήλικοι. Αν δεχτούμε ότι
αυτό που λέμε ζωή δεν είναι να υπάρχεις σαν το δέντρο, δηλαδή να
υπάρχεις μονάχα βιολογικά —δεν ξέρω αν χρησιμοποιώ και σωστά τους
όρους, αλλά καταλαβαίνεις τί θέλω να πω— δηλαδή αν τη ζωή μπορούμε να
τη μετράμε απλώς με την παραγωγή κάποιων αγαθών και κάποιων υπηρεσιών
και με το να καταναλώνουμε κάποια αγαθά και κάποιες υπηρεσίες, τότε
πιστεύω πως η ζωή δε θα ’ταν τίποτα άλλο, παρά μια απέραντη πλήξη.
Νομίζω πως αυτό που ονομάζουμε ζωή μετριέται μονάχα με τα συναισθήματα
που νιώθουμε σαν άνθρωποι, τις συγκινήσεις, τις πίκρες, τις χαρές, τις
μικρές ευτυχίες, τις μικρές δυστυχίες, την επιβεβαίωση, τελικά, της
ανθρώπινης ουσίας μας. Πόσες φορές στη ζωή σου ένιωσες έντονα
συναισθήματα και συγκινήσεις, γιατρέ; Όταν πήρες το πτυχίο σου, όταν
ερωτεύτηκες τη γυναίκα σου, όταν έκανες καριέρα, όταν γεννήθηκε η
κορούλα σου... Γύρω απ’ αυτά κλείνει ο κύκλος. Εγώ, τα ίδια χρόνια,
έζησα τόσο συμπυκνωμένα συναισθήματα, τόσο έντονα, που εσύ ούτε σε
εκατό χρόνια της δικής σου ζωής δεν μπορείς να τα ζήσεις. Πόσες φορές
έπαιξα με το θάνατο, όχι για το παιχνίδι, γιατί τότε θα μπορούσα απλώς
να κάνω ένα επικίνδυνο νούμερο στο τσίρκο, αλλά συνεπαρμένος από τους
μύθους μου, από τα οράματά μου, από την αγάπη μου για τη ζωή, για τον
άνθρωπο και τη λευτεριά του. Πόσες φορές τόλμησα, μετρήθηκα με φοβερούς
μηχανισμούς, άλλοτε νικώντας, άλλοτε χάνοντας, αλλά πάντα νιώθοντας
άνθρωπος και ποτέ αντικείμενο κάποιας μοίρας. Ακόμα, γιατρέ μου, σε
σχέση με σένα είμαι πολύ νέος, και να σου πω γιατί; Πράγματα που για
σένα θεωρούνται δεδομένα και τα περνάς αδιάφορα, για μένα είναι μικρές
και μεγάλες ευτυχίες. Τα θαύματα του κόσμου, που λένε, η όρασή μου με
εφήβεια έκπληξη τα ζει και με γεμίζει συναισθήματα. Είμαι βέβαιος πως
ένας περίπατος τη νύχτα στους έρημους δρόμους της πόλης, είναι για σένα
κάτι πολύ συνηθισμένο, αν όχι βαρετό. Ένας περίπατος στο δάσος, ο
θόρυβος της θάλασσας, ένα όμορφο δέντρο, ένα λουλούδι, το κρασί, ο
έρωτας... Η επαφή σου με τα πράγματα είναι τυπική, δεν τα πλουτίζεις,
δε σε πλουτίζουν, τα ξεπερνάς, δεν τα ζεις. Για μένα, κάθε πρωινό είναι
μια έκπληξη, κάθε δειλινό μια νοσταλγία, κάθε νύχτα ένα μεγάλο
μυστήριο, ένα ποτήρι κρασί, ένα φιλί. Αλήθεια, ποιες είναι οι επιθυμίες
σου, γιατρέ; Είσαι «πετυχημένος», ό,τι επιθυμείς το έχεις, είσαι
κορεσμένος, άρα γέρος, γιατί ταυτόχρονα δεν μπορείς να τα ξεφορτωθείς
όλ’ αυτά. Είσαι ταξινομημένος, δεν μπορείς να πετάξεις, να μπεις στον
δρόμο των συναισθημάτων, της φαντασίας, του ονείρου, της επιθυμίας,
μιας νέας επαφής σου με τα πράγματα και τους ανθρώπους. Κοίτα, ψάξε
λίγο, ο δρόμος σου είναι ο δρόμος που μετατρέπει τον άνθρωπο σε
αντικείμενο με βιολογικές ανάγκες... Μη με λυπάσαι, σε παρακαλώ, εγώ θα
είμαι πάντα με τις μειοψηφίες, έκθετος πάντα, ποτέ ένθετος. Δε θύμωσε,
δεν μου είπε ότι λέω μαλακίες. Μ’ αγκάλιασε, μου είπε πως είμαστε
περίεργοι άνθρωποι αλλά ωραίοι. Με φίλησε, μου έβαλε και δέκα χιλιάρικα
στην τσέπη —μεγάλο ποσό για εκείνη την εποχή— και έφυγα. Το ξέρω πως
είπα μεγάλα λόγια γιατί, παρ’ όλα αυτά, είμαι ένθετος, τοποθετημένος
και ταξινομημένος σε άλλους μηχανισμούς, σε μιαν άλλη λογική, σε μιαν
άλλη τάξη πραγμάτων. […]
[πηγή: Χρόνης Μίσσιος, …καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς, Γράμματα, Αθήνα 1985, σ. 153-155]