1 Νίκος Ξυδάκης - Οργανικό 00:01
2 Λουδοβίκος Των Ανωγείων - Μια Κάποια Λίγη Πεθυμιά 04:09
Αρχή ήτονε πολλά μικρή κι άφαντη δίχως άλλο,
μα το μικρό με τον καιρό εγίνηκε μεγάλο.
Κι αγάλια αγάλια η πεθυμιά μ’ έβανεν εις τα βάθη,
κι ήκαμε ρίζες και κλαδιά, βλαστούς και φύλλα κι άθη.
Μια κάποια λίγη πεθυμιά ξεσήκωσε το νου μου
και δυο φτερούγες ήκαμε μέσα του λογισμού μου:
Τούτες την πεθυμιά πετού, στον ουρανό την πάσι
κι όσο σημώνου τση φωτιάς, τσι καίγει εκείν’ η βράση.
Και πάραυτας γκρεμνίζομαι, απείς φτερά δεν έχω,
γιατί ήφηκα τα χαμηκά και τα ψηλά ξετρέχω,
και πάλι εκείνη η πεθυμιά δε θέλει να μου λείψη,
πάραυτας κάνω άλλα φτερά, πάλι πετώ στα ύψη,
και πάλι βρίσκω τη φωτιά, πάλι ξανακεντά με
κι απ’ τα ψηλά που βρίσκομαι με ξαναρίχνει χάμαι.
3 Λουδοβίκος Των Ανωγείων - Ο Χορός Του Τυφλού (Ορχηστρικό) 06:15
4 Λουδοβίκος Των Ανωγείων - Γροικήσετε Τον Έρωτα 09:09
κι εισέ θανάτους εκατό, όσ’ αγαπούν τσι βάνει·
πληθαίνει τως την όρεξη, και δύναμη τως δίδει,
μαθαίνει τσι να πολεμού τη νύκτα στο σκοτίδι·
κάνει τον ακριβό φτηνό, τον άσκημο ερωτάρη,
κάνει και τον ανήμπορο άντρα και παλληκάρι.
5 Λιζέττα Καλημέρη - Όσο Στερεύγομαι 11:35
Νένα, μεγάλη πείραξιν έχω στο νου μου μέσα
και τα τραγούδια κι οι σκοποί αξάφνου μ’ επλανέσα.
Και πεθυμώ και ραθυμώ να μάθω, να κατέχω,
ποιος είν’ αυτός που τραγουδεί κι έγνοια μεγάλην έχω.
Τα λόγια του τα γνωστικά κάθομαι και λογιάζω,
γραμμένα τα `χω και συχνά κλαίοντας τα διαβάζω.
Κάτεχε, όσο στερεύγομαι το πράμα όπου μ’ αρέσει,
τόσο πλια μες στα σωθηκά σπίθες φωτιές με καίσι.
6 Λουδοβίκος Των Ανωγείων - Ήντα Δεν Κάνει Ο Έρωτας 14:08
Ποιος εις τον κόσμο εφάνηκε κι αγάπη δεν κατέχει
Ποιος δεν την εδοκίμασε ποιος δεν την εξετρέχει
Κι ήντα δεν κάνει ο έρωτας σε μια καρδιά που ορίζει
Σαν τη νικήσει ουτέ καλό, ουτέ πρεπό γνωρίζει.
Ποιος εις τον κόσμο εφάνηκε κι αγάπη δεν κατέχει
7 Λιζέττα Καλημέρη - Ο Όρκος Της Αρετής 17:01
ουδ’ όλπιζα ουδ’ ανήμενα τα’ αυτιά μου ότι σ’ ακούσα.
Διώξε τσι αυτούς τσι λογισμούς κ’ έγνοια καμιά μην έχης,
μη θέλης να ξαναρωτάς το πράμα που κατέχεις.
Και πως μπορώ να σ’ αρνηθώ· κι α θέλω, δε μ’ αφήνει
τούτη η καρδιά, που εσύ ‘βαλες ‘ς ‘τς αγάπης το καμίνι.
Κι’ α δε θελήση η μοίρα μας να σμίξωμεν ομάδι,
η ψη σου ας έρθη να με βρη χαιράμενη στον Άδη.
Ήθελε κι άλλα να του πη, μα η εμιλιά δε σώνει,
πέφτει στη γη άσπρη και κρυγιά πλια πάρ’ από το χιόνι.
τούτη η καρδιά, που εσύ ‘βαλες ‘ς ‘τς αγάπης το καμίνι.
Κι’ α δε θελήση η μοίρα μας να σμίξωμεν ομάδι,
η ψη σου ας έρθη να με βρη χαιράμενη στον Άδη.
8 Λουδοβίκος Των Ανωγείων - Πλια Πάρα Που Το Χιόνι 20:09
πέφτει στη γη άσπρη και κρυγιά πλια πάρ’ από το χιόνι.
9 Νίκος Ξυδάκης & Αλκίνοος Ιωαννίδης - Αφεντόπουλος Της Μυτιλήνης 20:54
να μαζωχτούν οι Στρατηγοί, ν’ αναγαλλιάσει η Χώρα,
να κονταροκτυπήσουσι, τα Δώρα να κερδέσουν,
να τιμηθούσιν οι καλοί, να ντροπιαστού’ όσοι πέσουν.
Ο πρώτος οπού μ’ Αφεντιές ήρθε την ώρα εκείνη,
ήτονε τ’ Αφεντόπουλον από τη Μυτιλήνη.
Εις ένα ν άλογο ψαρό πιτήδειος Καβαλάρης,
όμορφος, αξαζόμενος, κι ερωτοδιωματάρης.
Τα ρούχα οπού σκεπάζασι `ποπάνω τ’ άρματά του,
μπλάβα με τ’ άστρα τα χρουσά ήσα’ για φορεσά του.
10 Νίκος Ξυδάκης & Αλκίνοος Ιωαννίδης - Αφέντης Της Μοθώνης 23:09
Πάλι ξοπίσω του αυτουνού επρόβαλε κοντάρι,
κι άλογο κόκκινο, ψηλό, μ’ όμορφο Καβαλάρη.
Τ’ όνομά του ελέγασι Φιλάρετον οι άλλοι,
είχεν αντρειά και δύναμι, και πλουμισμένα κάλλη.
Τούτ’ ήταν τ’ Αρχοντόπουλο που όριζε τη Μοθώνη,
πάντά `χει λογισμούς τιμής, πάντα ψηλά ξαμώνει.
Ήτονε χρυσοκόκκινη η φορεσά οπού εφόρει,
χάρισμα του την ήκαμε μια πλουμισμένη κόρη.
Στην κεφαλή του η σγουραφιά, που ηθέλησε να βάλει,
ήδειχνε πως μαραίνεται για μιας νεράιδας κάλλη.
11 Νίκος Ξυδάκης & Αλκίνοος Ιωαννίδης - Αφέντης Της Μακεδονίας 25:01
Με σπούδα και με βιά πολλή επρόβαλε ως λιοντάρι
ο Αφέντης της Μακεδονιάς, τ’ όμορφο παλληκάρι.
Και τ’ όνομά του το γλυκύ το λέγαν Νικοστράτη,
η φορεσιά του ήταν χρυσή, όλο καρδιές γεμάτη.
Με σπούδα και με βιά πολλή επρόβαλε ως λιοντάρι
ο Αφέντης της Μακεδονιάς, τ’ όμορφο παλληκάρι.
Ήτονε εικοσιενούς χρονού, όμορφος κοπελιάρης
πολλά μεγάλης δύναμης, πολλά μεγάλης χάρης.
Τραγουδιστής, ξεφαντωτής, και νυχτογυρισμένος,
στου Πόθου τα στρατέματα πολλά βασανισμένος.
12 Νίκος Ξυδάκης & Αλκίνοος Ιωαννίδης - Αφέντης Της Κορώνης 27:01
Ωσά φεγγάρι λαμπυρός εφαίνετο στη μέση
εις Καβαλάρης, κι ήρχετο την Τζόγια να κερδέσει,
σ’ ένα φαρί μαυρόψαρο, όμορφο και μεγάλο,
πηδώντας και χλιμίζοντας ήκανε κάθε ζάλο.
Ήτονε δίχως φορεσά, κι εβγήκε από'να σπήλιο,
ντυμένος άρματα χρουσά που λάμπα’ σαν τον Ήλιο.
Τούοτ το σπήλιον ήκαμε με τάβλες και με τράβες,
με σγουραφιές τριώ’ λογιών, πράσινες, μαύρες, μπλάβες.
Το μαύρο δείχνει σκοτεινό, το πράσινο σαν δάση,
το μπλάβο, πέτρες χάλαβρο, που μπόρειε να γελάσει
13 Νίκος Ξυδάκης & Αλκίνοος Ιωαννίδης - Αφέντης Της Σκλαβουνιάς - Ρηγόπουλο Της Κύπρου 29:00
Ο Αφέντης της Σκλαβουνιάς
Πάντ’ έδειχνε τον άπονο, πάντα τον μανισμένο,
μιά πιθαμή επερίσευγε τον πλιά μακρύ αντρειωμένο.
Είχε κι αυτός στην κεφαλή Νησί σγουραφισμένο,
κι ήτο στη μέση του γιαλού βαθιά θεμελιωμένο‧
Της Κύπρου το Ρηγόπουλο
Κυπρίδημος εκράζετο, πολλοί τον εγνωρίζαν,
όλα του τα καμώματα από μακρά εμυρίζαν.
Με μια βροντή και μια αστραπή με τέχνη καμωμένη,
από ένα νέφαλο θολόν εις Καβαλάρης βγαίνει.
Ετούτος είναι π’ όριζε τση Σκλαβουνιάς τους τόπους,
ποτέ η αντρειά του δεν ψηφά ουδέ θεριά, ουδ’ ανθρώπους.
Αυτός δεν είχε φορεσά, και τ’ άρματά του λάμπου `,
κι ήσα’ γεμάτα ανθούς δεντρών και λούλουδα του κάμπου.
Την ώρα κείνη από μακρά πολλή λαλιά γρικούσι
πολλών αρμάτων ταραχή, φαριά χιλιμιντρούσι.
Κ’ ήτονε το Ρηγόπουλο της Κύπρος, ο πετρίτης,
κι ήλαμπε ως λάμπει ο Αυγερινός κι ως φέγγει ο Αποσπερίτης
Στην περικεφαλαίαν του ήτο σγουραφισμένο
Αμάξι, κι εκωλόσυρνε τον Έρωτα δεμένο.
14 Νίκος Ξυδάκης & Αλκίνοος Ιωαννίδης - Ερωτόκριτος - Κρητικός 32:18
Στης κεφαλής τη σγουραφιά τουνού του διωματάρη,
ήτονε μέσα στη φωτιά καημένο ένα Ψυχάρι.
Κ’ είχε με γράμματα αργυρά και παραχρυσωμένα,
εις τρόπο κατασκεπαστό, τα Πάθη του γραμμένα‧
Ήρθε λαός αρίφνητος, εγέμισεν ο φόρος,
στο ύστερον ο Ρωτόκριτος ήσωσεν ασπροφόρος,
σ’ ένα φαρί ν ολόμαυρο, το `να του πόδι είν’ άσπρο,
και μέσα σ’ όλους ήλαμπεν ωσάν τσ’ ημέρας τ’ άστρο.
Όλοι εσταθήκα’ να θωρούν έτοιο κορμί αξιωμένο,
νέον, καβαλάρην όμορφον, αϊτό σγουραφισμένο.
Άσπρη, φαντή, χρουσάργυρη ήτονε η φορεσά του,
και με μεγάλη μαστοριά σκεπάζει τ’ άρματά του‧
και μ’ έτοια τέχνη η φορεσά, και μαστοριάν εγίνη,
που εφαίνουνταν και τ’ άρματα, κι εφαίνουντον κι εκείνη.
Καλά και μυριοχάριτον τον ήκαμεν η Φύση,
κι εφάνηκε ξεχωριστός σ’ Ανατολή και Δύση,
μ’ αν είχεν είσται κι άσκημος, τότες, την ώραν κείνη,
σαν ήβαλε τον Πόθον τση, πολλά'μορφος εγίνη.
Πόσοι Αφεντόπουλοι όμορφοι ήσαν εκεί στη μέση,
και μόνον ο Ρωτόκριτος της Αρετής αρέσει.
Πόσοι Αφεντόπουλοι όμορφοι ήσαν εκεί στη μέση,
και μόνον ο Ρωτόκριτος της Αρετής αρέσει.
15 Ψαραντώνης - Χαρίδημος 36:54
Θωρούσι σκόνη, νέφαλο στα ύψη σηκωμένο
κι ο Kαβαλάρης με πολλούς, μαύρος συντροφιασμένος.
Mαύρο φαρί, μαύρ' άρματα, μαύρο και το κοντάρι
μαύρη ήτανε κι η φορεσά τουνού του Kαβαλάρη.
Aντρειωμένος, δυνατός και στ' άρματα τεχνίτης
εγίνη κι αναθράφηκε εις το νησί τση Kρήτης.
Στη χώρα στην εξακουστή, στην όμορφη Γορτύνη
όριζε κι αποφέντευε αυτός, την ώρα εκείνη.
Eλέγαν του να παντρευτεί, δεν ήθελε ποτέ του
μα τη ζωή τση αμοναξάς αγάπα κι ήρεσέ του.
Περνώντας μιαν ταχτερινή, θωρεί μιαν πλουμισμένη
μιαν αγγελοζωγραφιστή, ροδοπεριχυμένη.
Tα χείλη τζη ήσανε βερτζί, τα μάθια τζη ζαφείρι
το πρόσωπό τζη έδιδε λάμψη στο παραθύρι.)
Eκέρδισε τσι κόπους του, ήσμιξε μετά κείνη
στον κόσμο τέθοια πεθυμιά και σμίξη δεν εγίνη.
Mα πλιά συχνά παρά ποθές στην Ίδα κατοικούσαν
κείνο τον τόπο ερέγονταν κι εκείνο αγαπούσαν.
Eκεί ήσαν κάμποι και βουνά και δάση και λαγκάδια
μετόχια με πολλούς βοσκούς κι αρίθμητα κουράδια.
Μα απ' όλους κείνους που 'σανε εκεί κατοικημένοι
μια βοσκοπούλα βρίσκουντον ομορφοκαμωμένη.
Ο κύρης τση την έπεμπε κι έβλεπε το κουράδι
συχνά-συχνά παντήχνασι μ' αυτό το νιο ομάδι.
Αυτός με το δοξάρι ντου εγύρευε κυνήγι
κι ό,τι είχε λάχει να το δει, δεν τ' άφηνε να φύγει.
Aγρίμια, λάφια και λαγούς επήγαινε στο σπίτι
ίσα ντου δοξαράτορα δεν έκαμεν η Kρήτη.
M' ανάθεμά την τη ζηλειά, με τα καλά που κάνει
πόσους καημούς και λογισμούς στο νου τ’ ανθρώπου βάνει!
Eλόγιασεν η λυγερή πως αγαπά άλλη κόρη
το ταίρι τζη, γιατί συχνά τη βοσκοπούλα εθώρει.
Kι εβάλθηκε με πονηριά να δει και να γνωρίσει
αν είναι εκείνο απαρθινό ή να το λησμονήσει.
Kαι μιαν απογευματινή, εις ένα κουτσουνάρι
επήγε εκεί τ' αντρόυνο ύπνο γλυκύ να πάρει.
Eκούμπησ' ο Xαρίδημος σ' ένα δεντρό αποκάτω
το χτύπο του κουτσουναριού κοιμώντας εφρουκάτο.
Κι ο νόστιμος κελαηδισμός που τα πουλάκια εκάναν
με τη μουρμούρα η του νερού, γλυκότη τον εβάναν.
Ύπνος τον αποκοίμισε κι η λυγερή τση φάνη
πως είν' καιρός να τονε δει, ξυπνώντας ίντα κάνει.
Λέει: «Aς μακρύνω κι ας χωστώ εις τα κλαδιά, στα δάση
κι ωσάν ξυπνήσει, θε να δω τι στράτα θέλει πιάσει.»
Γιατί παρέκει του νερού, σε δροσερό λαγκάδι
η βοσκοπούλα μοναχή έβλεπε το κουράδι.
Εκεί απού κοιμότανε ο νιότερος, του φάνη
πως ήρθε πόδας λιονταριού και την καρδιά του πιάνει.
Tρομάμενος εξύπνησε, με φόβον εσηκώθη
το ταίρι του αναζήτησε, στ' άρματα παραδόθη.
Kαι το δοξάρι του ζιμιό έπιασε εις τη χέρα
όφου, ίντα του μέλλεται εκείνη την ημέρα!
Kαι προς τα δάση πορπατεί, τοπώνει και ξανοίγει
ο-για να βρει άγριο τίβοτσι, να κάμει το κυνήγι.
Θωρεί σαλεύαν τα κλαδιά, τα δεντρουλάκια εκλίναν
λόγιασε λάφι ήτονε ή αγρίμι εις εκείνα.
Ήτονε τόσο γρήγορος να σύρει το βελτόνι
και να το πέψει εις το κλαδί που τέτοια κάλλη χώνει.
Kι εγλάκηξε με τη χαρά και μπαίνει μες στα δάση
για το κυνήγι που ‘καμε να σώσει να το πιάσει.
16 Ψαραντώνης & Νίκη Ξυλούρη - Το Δαχτυλίδι 48:57
Τ' άκουσες, Αρετούσα μου, τα θλιβερά μαντάτα,
π’ ο κύρης σου μ’ εξόρισε εις τη ξενιτιά στη στράτα;
Και πώς θα σ’ αποχωριστώ και πώς θα σου μακρύνω
και πώς θα ζήσω δίχως σου το χωρισμό εκείνο;
Τέσσερεις μέρες μοναχά μού δωκε ν' ανιμένω
Υστερα να ξενητευτώ πολλή μακρά να πηαίνω
Και πώς θα σ’ αποχωριστώ και πώς θα σου μακρύνω
και πώς θα ζήσω δίχως σου το χωρισμό εκείνο;
Ζύγωσε, Nένα, γρίκησε, και μαρτυριά να δώσεις,
σε ό,τι κι α' λάχει το θωρείς, κάμε να μην το χώσεις.
Αμνόγω του στον Oυρανό, στον Ήλιο, στο Φεγγάρι,
άλλος ο-για γυναίκα του ποτέ να μη με πάρει."
Και βγάνει απ΄ το δακτύλι τζη όμορφο δακτυλίδι,
με δάκρυα κι αναστεναγμούς του Pώκριτου το δίδει.
Λέει του· "Nά, και βάλε το εις το δεξί σου χέρι,
σημάδι πως, ώστε να ζω, είσαι δικό μου Tαίρι.
Mπαίνει λαγκάδια και βουνά, και σε μεγάλα δάση,
και παρακαλεί να βγουσι θεριά να τονε φάσι·
να πολεμήσει και να δει, τί του φυλάσσει η Mοίρα,
αφότου και τσ' ελπίδες του άδικα του τσι πήρα.
"Oυρανέ, ρίξε φωτιά, ο Kόσμος να γκρεμίσει,
κι όλοι ας καού κι όλοι ας χαθού, η Aρετή να ζήσει!
Ανάθεμα στην προσταγή που δόθηκε σ΄εμένα,
ν' απαρνηθώ τον τόπον μου, να πορπατώ στα ξένα.
17 Ψαραντώνης - Ο Αέρας 52:51
Ο αέρας φεύγει κι η βουή κι η γης και μουγκρίζει,
και μ΄αστραπές και με βροντές τσ' οχθρούς μου φοβερίζει.
18 Γιώργος Κουμεντάκης & Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου - Μύγα 54:41
19 Γιώργος Κουμεντάκης & Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου - Λιβελλούλα 57:08
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ο/η είπε...