Σ’ αυτή τη γειτονιά όπως έγραψε ο Μάνος πριν γεννηθώ χάσαμε ολόκληρη ζωή και μας προδώσανε δε φανταζόμουνα ότι εδώ μου ‘μελε τόσο να πικραθώ κι οι εφιάλτες πάνω στον ύπνο μας βρήκανε και μας γραπώσανε παίξαν το ρόλο τους καλά και της οργής μου οι ναρκωτές, όσοι ήπιαν γνώση τελικά περισσότερη από τη δίψα τους μου λέγαν πως κάτω από τη γη υπάρχει χώρος για όλους αν θες βλέπεις το θάνατο επικαλούνται όσοι αδιάφορα ζούνε την ήττα τους κανείς δε μου ‘μαθε ποτέ το σιωπηλό εχθρό να μετράω κι ότι ο λύκος είναι φτιαγμένος από πρόβατο χωνεμένο κι εγώ που το χω κρυφό μου ταλέντο από το χρόνο να ξεγλυστράω όσα με τα μάτια δε φαίνονται μόνο με βρήκαν ήσυχο και ξεζεμένο. Απ’ αυτή τη γειτονιά, φυσάει κόντρα πρωτοακούστηκε κι ήρθε ο καιρός για να σενιάρουμε τη θέα, νόμιζα, προς τα μέσα μας. Μα τι ειρωνεία για τους παππουδες μας πρώτος ο τόπος εδώ τα λούστηκε ένα ομοίωμα βίας του χτες ήρθε και ξέρασε δίπλα στη μπέσα μας δε σερβίρει η ιστορία ποτέ, ακριβώς, το ίδιο πιάτο αυτή τη φορά στα φωναχτά ήρθε ο εχθρός μας καλά κρασιά γειτόνοι, το βαρέλι δεν έχει πάτο τόσος κόπος εντέλει, για να κρυφτούμε όλοι εντός μας. Μη σκιαζόσαστε μωρέ, να βγείτε να το πείτε όσοι προδώσανε τον τόπο τότε, προδώσανε και μας «σ’αυτή τη γειτονιά» μετρούσαν τ’ άστρα τα παιδιά και λέγανε. Θα ‘μαστε λεύτεροι αδέρφια , θα το δείτε δεν πεθάναν άδικα οι παππούδες μας, για μας «σ’αυτή τη γειτονιά» στο σκοτάδι ήταν όλοι μια αγκαλιά και φέγγανε. Καμωμένα όλα στο φως κι όμως δε γύρισε ο τροχός κάποιοι φροντίσανε ξανά, να μη κάνει ξαστεριά «σ’αυτή τη γειτονιά» τη ντροπή φοράγαν στέμμα όσοι φταίγανε. Εδώ περνιόμασταν γι’ αλλοιώς, λέγαμε πάντα ευτυχώς δίπλα μας έπεσε όμως, η πρώτη μαχαιριά «σ’αυτή τη γειτονιά» που είχαμε μάθει μόνο στις χαρές και κλαίγαμε. Προσωμοίωση και ίλιγγος μαζί μας τώρα συνηχούν οι υπηρέτες δυο αφεντάδων που κρυφά τ’ αρπάνε κι από έναν τρίτο. Οι βολεμένοι στην απ’ έξω να απειθαρχούν, κυριαρχούν πόσο βουβοί γίναν οι κόλακες, θρηνώ και πλήττω. Από τη μια ο de Ambris και τα γενήμματα του Μαρινέτι κι από την άλλη του Μπουχάριν και του Γκράμσι τ’ απολειφάδια κι εγώ ο τουρκόσπορος όπως με λέγαν, έτσι αμέτι μουχαμέτι, μιλούσα με τον Ουγκώ, τον Επίκτητο, τον Μακρυγιάννη συχνά τα βράδια. Κοίτασμα φτωχό ο τόπος μου, διαλέγω μνήμες από βιώματα, η νομιμότητα σ’ αυτό τον κόσμο είναι συννένοχη του αναθέματος. Πόσο φτηνό να συζητάνε οι λεύτεροι για δικαιώματα λαχταρώντας την αίγλη του αστικού αποθέματος. κι εγώ ένας Περαμιώτης, φωνακλάς, ξενομερίτης, ένας αλήτης μεγαλωμένος κι αρματωμένος από τα χρόνια του εννιά» πως να ξεχάσω πως ο πατέρας μου, ο λεύτερος μεσοκαιρίτης μου ζήτησε να πεθάνει σ’αυτή τη γειτονιά. Μη σκιαζόσαστε μωρέ, να βγείτε να το πείτε όσοι προδώσανε τον τόπο τότε, προδώσανε και μας «σ’αυτή τη γειτονιά» μετρούσαν τ’ άστρα τα παιδιά και λέγανε. Θα ‘μαστε λεύτεροι αδέρφια , θα το δείτε δεν πεθάναν άδικα οι παππούδες μας, για μας «σ’αυτή τη γειτονιά» στο σκοτάδι ήταν όλοι μια αγκαλιά και φέγγανε. Καμωμένα όλα στο φως κι όμως δε γύρισε ο τροχός κάποιοι φροντίσανε ξανά, να μη κάνει ξαστεριά «σ’αυτή τη γειτονιά» τη ντροπή φοράγαν στέμμα όσοι φταίγανε. Εδώ περνιόμασταν γι’ αλλοιώς, λέγαμε πάντα ευτυχώς δίπλα μας έπεσε όμως, η πρώτη μαχαιριά «σ’αυτή τη γειτονιά» που είχαμε μάθει μόνο στις χαρές και κλαίγαμε.
Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019
Active Member - Σ' αυτή τη γειτονιά
Σ’ αυτή τη γειτονιά όπως έγραψε ο Μάνος πριν γεννηθώ χάσαμε ολόκληρη ζωή και μας προδώσανε δε φανταζόμουνα ότι εδώ μου ‘μελε τόσο να πικραθώ κι οι εφιάλτες πάνω στον ύπνο μας βρήκανε και μας γραπώσανε παίξαν το ρόλο τους καλά και της οργής μου οι ναρκωτές, όσοι ήπιαν γνώση τελικά περισσότερη από τη δίψα τους μου λέγαν πως κάτω από τη γη υπάρχει χώρος για όλους αν θες βλέπεις το θάνατο επικαλούνται όσοι αδιάφορα ζούνε την ήττα τους κανείς δε μου ‘μαθε ποτέ το σιωπηλό εχθρό να μετράω κι ότι ο λύκος είναι φτιαγμένος από πρόβατο χωνεμένο κι εγώ που το χω κρυφό μου ταλέντο από το χρόνο να ξεγλυστράω όσα με τα μάτια δε φαίνονται μόνο με βρήκαν ήσυχο και ξεζεμένο. Απ’ αυτή τη γειτονιά, φυσάει κόντρα πρωτοακούστηκε κι ήρθε ο καιρός για να σενιάρουμε τη θέα, νόμιζα, προς τα μέσα μας. Μα τι ειρωνεία για τους παππουδες μας πρώτος ο τόπος εδώ τα λούστηκε ένα ομοίωμα βίας του χτες ήρθε και ξέρασε δίπλα στη μπέσα μας δε σερβίρει η ιστορία ποτέ, ακριβώς, το ίδιο πιάτο αυτή τη φορά στα φωναχτά ήρθε ο εχθρός μας καλά κρασιά γειτόνοι, το βαρέλι δεν έχει πάτο τόσος κόπος εντέλει, για να κρυφτούμε όλοι εντός μας. Μη σκιαζόσαστε μωρέ, να βγείτε να το πείτε όσοι προδώσανε τον τόπο τότε, προδώσανε και μας «σ’αυτή τη γειτονιά» μετρούσαν τ’ άστρα τα παιδιά και λέγανε. Θα ‘μαστε λεύτεροι αδέρφια , θα το δείτε δεν πεθάναν άδικα οι παππούδες μας, για μας «σ’αυτή τη γειτονιά» στο σκοτάδι ήταν όλοι μια αγκαλιά και φέγγανε. Καμωμένα όλα στο φως κι όμως δε γύρισε ο τροχός κάποιοι φροντίσανε ξανά, να μη κάνει ξαστεριά «σ’αυτή τη γειτονιά» τη ντροπή φοράγαν στέμμα όσοι φταίγανε. Εδώ περνιόμασταν γι’ αλλοιώς, λέγαμε πάντα ευτυχώς δίπλα μας έπεσε όμως, η πρώτη μαχαιριά «σ’αυτή τη γειτονιά» που είχαμε μάθει μόνο στις χαρές και κλαίγαμε. Προσωμοίωση και ίλιγγος μαζί μας τώρα συνηχούν οι υπηρέτες δυο αφεντάδων που κρυφά τ’ αρπάνε κι από έναν τρίτο. Οι βολεμένοι στην απ’ έξω να απειθαρχούν, κυριαρχούν πόσο βουβοί γίναν οι κόλακες, θρηνώ και πλήττω. Από τη μια ο de Ambris και τα γενήμματα του Μαρινέτι κι από την άλλη του Μπουχάριν και του Γκράμσι τ’ απολειφάδια κι εγώ ο τουρκόσπορος όπως με λέγαν, έτσι αμέτι μουχαμέτι, μιλούσα με τον Ουγκώ, τον Επίκτητο, τον Μακρυγιάννη συχνά τα βράδια. Κοίτασμα φτωχό ο τόπος μου, διαλέγω μνήμες από βιώματα, η νομιμότητα σ’ αυτό τον κόσμο είναι συννένοχη του αναθέματος. Πόσο φτηνό να συζητάνε οι λεύτεροι για δικαιώματα λαχταρώντας την αίγλη του αστικού αποθέματος. κι εγώ ένας Περαμιώτης, φωνακλάς, ξενομερίτης, ένας αλήτης μεγαλωμένος κι αρματωμένος από τα χρόνια του εννιά» πως να ξεχάσω πως ο πατέρας μου, ο λεύτερος μεσοκαιρίτης μου ζήτησε να πεθάνει σ’αυτή τη γειτονιά. Μη σκιαζόσαστε μωρέ, να βγείτε να το πείτε όσοι προδώσανε τον τόπο τότε, προδώσανε και μας «σ’αυτή τη γειτονιά» μετρούσαν τ’ άστρα τα παιδιά και λέγανε. Θα ‘μαστε λεύτεροι αδέρφια , θα το δείτε δεν πεθάναν άδικα οι παππούδες μας, για μας «σ’αυτή τη γειτονιά» στο σκοτάδι ήταν όλοι μια αγκαλιά και φέγγανε. Καμωμένα όλα στο φως κι όμως δε γύρισε ο τροχός κάποιοι φροντίσανε ξανά, να μη κάνει ξαστεριά «σ’αυτή τη γειτονιά» τη ντροπή φοράγαν στέμμα όσοι φταίγανε. Εδώ περνιόμασταν γι’ αλλοιώς, λέγαμε πάντα ευτυχώς δίπλα μας έπεσε όμως, η πρώτη μαχαιριά «σ’αυτή τη γειτονιά» που είχαμε μάθει μόνο στις χαρές και κλαίγαμε.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ο/η είπε...