Σελίδες

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2018

Νίκος Εγγονόπουλος

Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με δασκάλους τους Κωνσταντίνο Παρθένη, Δημήτριο Μπισκίνη, Θωμά Θωμόπουλο και Γιάννη Κεφαλληνό. Μετά την αποφοίτησή του το 1938, δούλεψε κοντά στο ζωγράφο Ευάγγελο Ιωαννίδη και χάρη στη μαθητεία του κοντά στο Φώτη Κόντογλου και τον καθηγητή Αλέξανδρο Ξυγγόπουλο ήλθε σε επαφή με την παράδοση και την ουσία της βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης.
Μαζί με το Γιάννη Τσαρούχη δούλεψε ως βοηθός στη μνημειακή τοιχογραφία που ο Κόντογλου ιστόρησε στο σπίτι του και σήμερα βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη. Ταξίδεψε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και πραγματοποίησε ελεύθερες καλλιτεχνικές σπουδές στο Μόναχο και σε πόλεις της Ιταλίας. Κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα υπηρέτησε επί πολλά χρόνια στην εκπαίδευση, ενώ το 1967 διορίστηκε καθηγητής στην έδρα της ζωγραφικής στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Μετσόβειου Πολυτεχνείου, όπου από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 εργαζόταν ως επιμελητής.
Ήδη προπολεμικά παρουσίασε ζωγραφικά του έργα σε ατομική έκθεση που οργανώθηκε στην οικία του Ν. Καλαμάρη (1939), προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις της κριτικής, και ακολούθησε σειρά ατομικών παρουσιάσεων και συμμετοχών σε ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις. Ένα χρόνο νωρίτερα, το 1938, είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Κύκλος η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο “Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν”, ενώ το 1939 εκδόθηκαν τα “Κλειδοκύμβαλα της σιωπής”. Το 1954 εκπροσώπησε κατ’ αποκλειστικότητα την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας με εκατό έργα, και ένα χρόνο αργότερα πήρε μέρος στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο. Μετείχε επίσης σε όλες τις εκθέσεις της ομάδας”Αρμός”, της οποίας ήταν ιδρυτικό μέλος (1964). Το 1958 τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο Ποίησης του Υπουργείου Παιδείας και το 1966 του απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός του Γεώργιου Α΄ για το ζωγραφικό του έργο. Αναδρομικές εκθέσεις του έργου του οργανώθηκαν το 1977 στην Εταιρεία Σπουδών Μωραΐτη και το 1983 στην Εθνική Πινακοθήκη. Ασχολήθηκε επίσης με τη σκηνογραφία και την εικονογράφηση βιβλίων.
Εισηγητής και κυρίαρχη μορφή μιας ιδιότυπης, προσαρμοσμένης στα ελληνικά δεδομένα, εκδοχής  του υπερρεαλισμού, εκπρόσωπος της ονομαζόμενης γενιάς του ΄30, συνδυάζει στοιχεία και εικόνες από ένα ευρύ φάσμα της ελληνικής παράδοσης, από τη μυθολογία και την αρχαιότητα έως το Βυζάντιο, τα νεότερα χρόνια και τη σύγχρονη εποχή, με τρόπο αντισυμβατικό, άλλοτε πικρά ειρωνικό κι άλλοτε χιουμοριστικό. Έκδηλη στους πίνακές του είναι η ερωτική διάθεση, που προσωποποιείται στις γυμνές αντρικές και γυναικείες μορφές που πρωταγωνιστούν. Ο ίδιος τόνιζε την καταλυτική επιρροή που άσκησε στο έργο του η τέχνη των δασκάλων του Παρθένη και Κόντογλου καθώς και η γνωριμία του με τον ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο και τον κατεξοχήν εκπρόσωπο της μεταφυσικής ζωγραφικής Giorgio de Chirico. Χάρη τόσο στο ζωγραφικό όσο και στο ποιητικό του έργο, ο Εγγονόπουλος, άνθρωπος με πλατιά κουλτούρα, συγκαταλέγεται στις μεγάλες πνευματικές μορφές της μεταπολεμικής Ελλάδας.

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2018

Μεγαλώνοντας, ξεχνάμε

Από την ψυχολόγο Εύη Νικολοπούλου
Μεγαλώνοντας απομακρυνόμαστε. Απομακρυνόμαστε από τον επαναστατημένο εφηβικό εαυτό μας, από τα όνειρα μας. Απομακρυνόμαστε από τους γνωστούς και τους φίλους μας, απομακρυνόμαστε από τα έξω, από τις πολλές συνάφειες και συγκεντρώσεις. Οι φίλοι γίνονται γνωστοί και οι γνωστοί ξένοι.
Μεγαλώνοντας χάνουμε. Χάνουμε τις συνήθεις μας, χάνουμε τα στέκια μας. Χάνουμε τον προσανατολισμό μας, χάνουμε την οικειότητα, χάνουμε την αγάπη. Χάνουμε το μέτρημα των συναισθημάτων που εξαφανίστηκαν κάπου στο βάθος του χρόνου.
Μεγαλώνοντας συνηθίζουμε. Συνηθίζουμε την πείνα, την φρίκη τους πολέμους. Συνηθίζουμε την αδιαφορία. Συνηθίζουμε και μεις να ζούμε με τα λίγα, και οι άλλοι να ζουν με το τίποτα. Συνηθίζουμε τις απώλειες και το πένθος. Συνηθίζουμε το γκρίζο.
Μεγαλώνοντας κουραζόμαστε εύκολα. Κουραζόμαστε από τη δουλειά, τη ζωή και τα προβλήματα. Κουραζόμαστε να εξηγούμε και να απολογούμαστε. Κουραζόμαστε από τα προβλήματα τα δικά μας, και τα προβλήματα των άλλων. Κουραζόμαστε τόσο, που ούτε που το παίρνουμε χαμπάρι όταν ο ναρκισσισμός μας κάνει επίσημη πρόσκληση στην μοναξιά.
Μεγαλώνοντας, μικραίνουμε. Μικραίνει το μέσα μας και κρύβεται, γιατί φοβάται. Φοβάται το μέλλον. Φοβάται τους άλλους, φοβάται την αρρώστια, την αδικία, τον ξενιτεμό. Φοβάται την ανασφάλεια, την αναξιοπρέπεια, τα γηρατειά. Φοβάται την απώλεια, την απομόνωση, την αποξένωση. Φοβάται το θάνατο. Το θάνατο των άλλων και το θάνατο το δικό του.
Μεγαλώνοντας ξεχνάμε. Ξεχνάμε τι σημαίνει αυθορμητισμός, τι σημαίνει χαρά, τι σημαίνει ανθρωπιά και αυτοθυσία. Ξεχνάμε ότι καμιά φορά μπορεί να κάνω καλό απλά δίχως να κάνω ή να λέω τίποτα κακό. Ξεχνάμε ότι μπορεί να είμαστε απλά «εκεί», δίχως επίκριση και συμβουλές.
Μεγαλώνοντας αμβλύνονται οι αισθήσεις μας. Αμβλύνεται και θολώνει η όραση, θολώνει η κρίση. Μεγαλώνοντας αμβλύνεται τόσο η ακοή μας, που δεν ακούμε τα βήματα των αγαπημένων μας όταν φεύγουν.
Μεγαλώνοντας μικραίνουμε καμιά φορά τόσο, που πρέπει να προσέχουμε να μην εξαφανιστούμε. Να προσέχουμε μήπως και ενώ υπάρχουμε, δεν μας βλέπει κανείς.

Τρίτη 5 Ιουνίου 2018

Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας και πάλι άνοιξη

Ένας γέρος μοναχός ζει μαζί με τον μικρό μαθητευόμενο του σε έναν μικρό, απομονωμένο, πλωτό ναό. Το άγρυπνο βλέμμα του δασκάλου – μοναχού καθοδηγεί, προβληματίζει και τιμωρεί τον μικρό μαθητή. Αυτό συμβαίνει στις περιπτώσεις που ο τελευταίος λόγω της παιδικής αφέλειας και της ανωριμότητάς του επιδίδεται σε πράξεις ασέβειας και βαρβαρότητας προς το φυσικό περιβάλλον που τον θρέφει και τον συντηρεί. Η ταινία είναι ένας ύμνος στη φύση. Ένα ποίημα στη δύναμη της ζωής που κυλά όπως το νερό, άλλοτε ορμητικά ξεσπώντας πάνω σε βράχους και πέφτοντας σε καταρράκτες και άλλοτε γαλήνια και ήρεμα σχηματίζοντας λίμνες και μικρά ρυάκια. Το σίγουρο είναι ότι η ζωή είναι κίνηση, είναι ρυθμός. Οι εποχές εναλλάσσονται και ο νεαρός μαθητής καθώς ανδρώνεται έρχεται σε επαφή με τον διαλογισμό και τις αρχές του βουδισμού. Ωστόσο, ο νέος δε μπορεί να αποφύγει τις εκπλήξεις που του επιφυλάσσει η ίδια η ζωή. Έτσι, ο νεαρός μοναχός παρουσιάζεται εξαιρετικά ευάλωτος και ανήμπορος ενόψει των βασάνων και των παθών που του επιφυλάσσει η ζωή. Η «πέτρα του σκανδάλου» είναι μια κοπέλα η οποία καταφεύγει στον μικρό ναό για να θεραπευτεί από μια απροσδιορίστου φύσεως αρρώστια. Οι δύο νέοι ερωτεύονται και η κοπέλα θεραπεύεται. Ο νέος, όμως, γίνεται έρμαιο του πάθους του προς την νεαρή ύπαρξη. Το ζεν δεν ορίζει πλέον ούτε την ψυχή του ούτε το μυαλό του. Το ανεξέλεγκτο πάθος του θα τον ωθήσει στην απάρνηση της ασκητικής ζωής και στο δρόμο προς τα εγκόσμια (με ότι αυτό συνεπάγεται). Ο νέος ξεχνάει ή μάλλον αγνοεί τις διδαχές του δασκάλου του περί ταύτισης του πάθους και του έρωτα με την εμμονή και τελικά με το έγκλημα. Παρόλα αυτά ο κύκλος της ζωής συνεχίζεται και η κατάληξη του νεαρού είναι αυτή που προέβλεψε ο γέρος μοναχός. Ο προδομένος νέος γεμάτος οργή επιστρέφει στο ναό μετά το φόνο της κοπέλας. Ο δάσκαλός του όμως τον βοηθά (όπως τότε που ήταν παιδί) να ξεπεράσει την οργή και την έντασή του μέσω της περισυλλογής, της επανόρθωσης και τελικά της εξιλέωσης.
Η σημειολογική διάσταση των τεσσάρων εποχών είναι η εξής: (Άνοιξη-Παιδί) Η γλυκύτητα της φύσης κλεισμένη στο χαμόγελο ενός παιδιού. Μόνο που η άνοιξη μπορεί να είναι σκληρή, γιατί η αθωότητα είναι φαινομενική, δεν βασίζεται στη γνώση αλλά στην άγνοια των νόμων της φύσης. Για να μάθει κανείς χρειάζεται να δει τις συνέπειες των πράξεών του και αυτό δημιουργεί πόνο. (Καλοκαίρι-Έφηβος) Ο Έρωτας αναστατώνει τα πάντα. Φουσκώνει και ξεχειλίζει. «Η φύση φταίει. Το πάθος ξυπνά την επιθυμία της εξουσίας. Η εξουσία την πρόθεση εγκλήματος». (Φθινόπωρο-Άνδρας) Ο Έφηβος πήγε να βρει τη μοίρα του. Οι δυνάμεις του Γιν νίκησαν και επιστρέφει στο ναό. Η επιστροφή όμως δεν είναι επιστροφή μεταμέλειας, αλλά πονηριάς και αποφυγής ευθυνών. Η οργή κυριαρχεί. Το πάθος κυβερνά ακόμη και η ισορροπία έχει χαθεί. Ο νους σκλαβωμένος μέσα σε σκέψεις τρέλας. Η φωνή του δασκάλου και πάλι βρίσκει ένα τρόπο για να τιθασευτεί ο νους. Εργασία και περισυλλογή, χωρίς να επηρεάζεσαι από τις εξωτερικές καταστάσεις. (Χειμώνας-Ώριμος πλέον). Η επιστροφή είναι πραγματική επιστροφή στο ναό, στις ρίζες. Η γνώση έχει γίνει πια βίωμα. Η μεταμέλεια αρετή. Η υπακοή στο νόμο οδηγεί στην απελευθέρωση. Ο άνθρωπος αποκτά μια θέση στον κύκλο της εξέλιξης. Ο Μαθητής είναι  τώρα Δάσκαλος. Έχει γίνει ένας κρίκος στην αλυσίδα προσφοράς. Όμως ο κύκλος αυτός είναι κομμάτι μιας σπείρας, που είναι η εξέλιξη.
Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας και άνοιξη ξανά. Η επανάληψη, τα στάδια ωρίμανσης του ανθρώπου, ο αδιατάρακτος κύκλος της ζωής σε αντιστοίχιση με τον αδιατάρακτο κύκλο της φύσης. Πρόκειται ουσιαστικά για μια φιλοσοφική παραβολή που νοηματοδοτείται μέσα από εικόνες μοναδικής ομορφιάς και μια αφήγηση που ακολουθεί ευλαβικά τους αργούς, εκστατικούς ρυθμούς ενός βουδιστικού ψαλμού. Μέσα σε αυτόν τον ψαλμό κάθε μορφή χάνεται και ξανάρχεται. Κάθε φορά ο Χειμώνας θα παγώνει τα πάντα, κάθε φορά ο ήλιος θα χάνεται και θα αφήνει τις σκιές να κυριαρχούν, αλλά και κάθε φορά η άνοιξη θα ξεπετάγεται με τα μπουμπούκια της ακόμη και μέσα από το χιόνι. Κι όσο πιο μεγάλο το σκοτάδι, τόσο πιο αδύναμο μπροστά στην πρώτη ακτίνα του πρωινού ήλιου. 
Ο σκηνοθέτης Ki-duk Kim μέσω της ταινίας του προβάλλει την βουδιστική άποψη ότι η σωματική και συναισθηματική βιαιότητα της ζωής μπορούν να αμβλυνθούν μέσω της αφύπνισης και του διαλογισμού που οδηγούν στον φωτισμό. Η ταινία αποτελείται από εκπληκτικές εικόνες φυσικών τοπίων που μεταμορφώνονται με την πάροδο των εποχών και των χρόνων. Ο Ki-duk Kim κινείται μεταξύ της λυρικότητας της φύσης, βουδιστικών αληθειών και βίαιων στιγμών της πραγματικής ζωής, μεταφέροντας στον θεατή μια αίσθηση γαλήνης και ηρεμίας.