ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ
Μπολιβάρ, ένα ελληνικό ποίημα
Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους, για τους γενναίους, τους δυνατούς,
Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα, τα γενναία, τα δυνατά,
Γι’ αυτούς η απόλυτη υποταγή κάθε στοιχείου, η σιγή,
γι’ αυτούς τα δάκρυα, γι’ αυτούς οι φάροι,
κι οι κλάδοι ελιάς, και τα φανάρια
Όπου χοροπηδούνε με το λίκνισμα των καραβιών και
γράφουνε στους σκοτεινούς ορίζοντες των
λιμανιών,
Γι’ αυτούς είναι τ’ άδεια βαρέλια που σωριαστήκανε στο
πιο στενό, πάλι του λιμανιού, σοκάκι,
Γι’ αυτούς οι κουλούρες τ’ άσπρα σκοινιά, κι οι αλυσίδες, οι άγκυρες, τ’ άλλα μανόμετρα,
Μέσα στην εκνευριστικιάν οσμή του πετρελαίου,
Για ν’ αρματώσουνε καράβι, ν’ ανοιχτούν, να φύγουνε,
Όμοιοι με τραμ που ξεκινάει, άδειο κι ολόφωτο μέσ’ στη
νυχτερινή γαλήνη των μπαχτσέδων,
Μ’ ένα σκοπό του ταξιδιού: π ρ ο ς τ’ ά σ τ ρ α
Γι’ αυτούς θα πω τα λόγια τα ωραία, που μου τα υπαγόρευσε η Έμπνευσις,
Καθώς εφώλιασε μέσα στα βαθιά του μυαλού μου όλο
συγκίνηση.
………………………………………………………
Μπολιβάρ! Όνομα από μέταλλο και ξύλο, είσουνα
ένα λουλούδι μεσ’ στους μπαχτσέδες της
Νότιας Αμερικής.
Είχες όλη την ευγένεια των λουλουδιών μεσ’ στην καρδιά σου, μεσ’ στα μαλλιά σου, μέσα στο βλέμμα σου.
………………………………………………………
Μπολιβάρ! Κράζω τ’ όνομά σου ξαπλωμένος στην
κορφή του βουνού Έρε,
Την πιο ψηλή κορφή της νήσου Ύδρας.
Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική μέχρι των νήσων
του Σαρωνικού, τη Θήβα,
Μέχρι κει κάτω, πέρα απ’ τη Μονεβασιά, το τρανό
Μισίρι,
Αλλά και μέχρι του Παναμά, της Γκουατεμάλα, της
Νικαράγουα, του Οντουράς, της Αϊτής,
του Σαν Ντομίγκο, της Βολιβίας, της Κο-
λομβίας, του Περού, της Βενεζουέλας, της
Χιλής, της Αργεντινής, της Βραζιλίας, Ου-
ρουγουάη, Παραγουάη, του Ισημερινού,
Ακόμη και του Μεξικού.
Μ’ ένα σκληρό λιθάρι χαράζω τ’ όνομά σου πάνω στην
πέτρα, νάρχουνται αργότερα οι άνθρωποι να
προσκυνούν.
Τινάζονται σπίθες καθώς χαράζω –έτσι ήτανε, λεν, ο Μπολιβάρ– και παρακολουθώ
Το χέρι μου καθώς γράφει, λαμπρό μέσα στον ήλιο.
Είδες για πρώτη φορά το φως στο Καράκας. Το φως
το δικό σου,
Μπολιβάρ, γιατί ως νάρθης η Νότια Αμερική ολόκληρη ήτανε βυθισμένη στα πικρά σκοτάδια.
Τ’ όνομά σου τώρα είναι δαυλός αναμμένος, που φωτίζει την Αμερική, και τη Βόρεια και τη Νό-
τια, και την οικουμένη!
Οι ποταμοί Αμαζόνιος και Ορινόκος πηγάζουν από τα
μάτια σου.
Τα ψηλά βουνά έχουν τις ρίζες στο στέρνο σου,
Η οροσειρά των Άνδεων είναι η ραχοκοκκαλιά σου.
Στην κορφή της κεφαλής σου, παληκαρά, τρέχουν
τ’ ανήμερα άτια και τ’ άγρια βόδια,
Ο πλούτος της Αργεντινής.
Πάνω στην κοιλιά σου εκτείνονται οι απέραντες φυτείες
του καφέ.
Σαν μιλάς φοβεροί σεισμοί ρημάζουνε το παν,
Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας μέχρι τα
πολύχρωμα νησιά,
Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε στα
ουράνια την οργή τους,
Σειούνται τα χώματα παντού και τρίζουν τα εικονίσματα στην Καστοριά,
Τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη.
Σε πρωτοσυνάντησα, σαν είμουνα παιδί,
σ’ ένα ανηφορικό καλντιρίμι του Φαναριού,
Μια καντήλα στο Μουχλιό φώτιζε το ευγενικό πρόσωπό σου.
Μήπως νάσαι, άραγες, μια από τις μύριες μορφές που πήρε,
κι άφησε, διαδοχικά, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος;
επίκλησις
Μπολιβάρ! Είσαι του Ρήγα Φερραίου παιδί,
Του Αντωνίου Οικονόμου ― που τόσο άδικα τον σφάξαν ―
και του Πασβαντζόγλου αδελφός,
Τ’ όνειρο του μεγάλου Μαξιμιλιανού ντε Ρομπεσπιέρ
ξαναζεί στο μέτωπό σου.
Είσαι ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής.
Δεν ξέρω ποια συγγένεια σε συνέδεε, αν είτανε απόγονός σου
ο άλλος μεγάλος Αμερικανός, από το Μοντεβίντεο αυτός,
Ένα μονάχα είναι γνωστό, πως είμαι ο γυιος σου.
Ο Αντώνης Οικονόμου κηρύσσει την επανάσταση στην Ύδρα
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ:
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Μονομαχία ηρώων
Σαν βράχος είν’ οι πλάτες του,
Σαν κάστρο η κεφαλή του,
Και τα δασιά τα στήθια του
Τοίχος χορταριασμένος
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, «Στ΄»
Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·
Βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Και το σήκωσαν στου βοριά τα σπάργανα…
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
Καβάλα οι φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμώνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Κι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Οι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Εκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά
Εκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!
Ήταν γερό παιδί·
Τις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων,
Ήτανε τόσος ο Έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης
Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μεσ’ στα μαλλιά του
Η αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο,
Να βάφει τα λουλούδια,
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Τις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν…
Ά τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνειας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα…
Ήταν γενναίο παιδί·
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
Και με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μεσ’ στο μυαλό
Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
Με τους στρατιώτες του ζερβά-δεξιά
Και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του
–Φωτιά στην άνομη φωτιά!–
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λυώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Και το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο
Και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί!
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ
Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη
Η οθόνη βουλιάζει
σαλεύει το πλήθος
εικόνες
ξεχύνονται με μιας
πού πας παληκάρι
ωραίο σαν μύθος
κι ολόισια
στο θάνατο κολυμπάς.
και όλες οι αντένες
μιας γης χτυπημένης
μεγάφωνα
κι ασύρματοι από παντού
γλυκά σε νανουρίζουν
και συ ανεβαίνεις
ψηλά
στους βασιλιάδες τ’ ουρανού
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΡΗ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗ:
Ηρώων γεννήτρα, Ρούμελη κι ανταρτομάνα
.......................................
Δόξα στην πρώτη σου ψυχή και νου, τον Άρη!
Τον πρώτο καπετάνιο σου κι άξιο μπροστάρη
Πού, όντας έπεσαν όλοι, υψώθη σπάθα πρώτη...
ΨΗΦΙΑΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΕΡΤ:
Μπολιβάρ, ένα ελληνικό ποίημα
Το απόσπασμα που ακολουθεί ανήκει στην ποιητική σύνθεση του Νίκου Εγγονόπουλου Μπολιβάρ. Ένα ελληνικό ποίημα το οποίο γράφτηκε στη διάρκεια της Κατοχής, το χειμώνα του 1942-1943, κυκλοφόρησε αρχικά σε χειρόγραφα αντίγραφα, διαβάστηκε σε συγκεντρώσεις αντιστασιακού χαρακτήρα και δημοσιεύτηκε το 1944. Πρόκειται για ένα μεγάλο συνθετικό ποίημα, με υπερρεαλιστικά στοιχεία και με περιεχόμενο που αναφέρεται σε εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες. Κεντρικό πρόσωπο του ποιήματος είναι ο Σίμων Μπολιβάρ, πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης σε πολλά απελευθερωτικά κινήματα των λαών της Νότιας Αμερικής (1810-1830) ενάντια στους Ισπανούς κατακτητές.
Οι αγώνες του Μπολίβαρ και της Λατινικής Αμερικής ενέπνευσαν την Ελληνική Επανάσταση του 1821 καθώς και το αντίστροφο. Μάλιστα, ένας από τους συμβούλους και συμμαχητές του Μπολίβαρ, ο Πολωνός λοχαγός Μιζεγιέφσκι, πολέμησε και σκοτώθηκε στην Ελλάδα, στην μάχη στο Πέτα της Άρτας, τον Ιούλιο του 1822, ενώ την προηγουμένη είχε πει: “Το μόνον και το τελευταίον που επιθυμώ ελθών ενταύθα είναι να κατακτήσω μαχόμενος, πιστός εις τας ιδέας μου, έντιμον τάφον Έλληνος στρατιώτου…”
Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα, τα γενναία, τα δυνατά,
Γι’ αυτούς η απόλυτη υποταγή κάθε στοιχείου, η σιγή,
γι’ αυτούς τα δάκρυα, γι’ αυτούς οι φάροι,
κι οι κλάδοι ελιάς, και τα φανάρια
Όπου χοροπηδούνε με το λίκνισμα των καραβιών και
γράφουνε στους σκοτεινούς ορίζοντες των
λιμανιών,
Γι’ αυτούς είναι τ’ άδεια βαρέλια που σωριαστήκανε στο
πιο στενό, πάλι του λιμανιού, σοκάκι,
Γι’ αυτούς οι κουλούρες τ’ άσπρα σκοινιά, κι οι αλυσίδες, οι άγκυρες, τ’ άλλα μανόμετρα,
Μέσα στην εκνευριστικιάν οσμή του πετρελαίου,
Για ν’ αρματώσουνε καράβι, ν’ ανοιχτούν, να φύγουνε,
Όμοιοι με τραμ που ξεκινάει, άδειο κι ολόφωτο μέσ’ στη
νυχτερινή γαλήνη των μπαχτσέδων,
Μ’ ένα σκοπό του ταξιδιού: π ρ ο ς τ’ ά σ τ ρ α
Γι’ αυτούς θα πω τα λόγια τα ωραία, που μου τα υπαγόρευσε η Έμπνευσις,
Καθώς εφώλιασε μέσα στα βαθιά του μυαλού μου όλο
συγκίνηση.
………………………………………………………
Μπολιβάρ! Όνομα από μέταλλο και ξύλο, είσουνα
ένα λουλούδι μεσ’ στους μπαχτσέδες της
Νότιας Αμερικής.
Είχες όλη την ευγένεια των λουλουδιών μεσ’ στην καρδιά σου, μεσ’ στα μαλλιά σου, μέσα στο βλέμμα σου.
………………………………………………………
Εγγονόπουλος Νίκος:Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, 1953
Μπολιβάρ! Κράζω τ’ όνομά σου ξαπλωμένος στην
κορφή του βουνού Έρε,
Την πιο ψηλή κορφή της νήσου Ύδρας.
Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική μέχρι των νήσων
του Σαρωνικού, τη Θήβα,
Μέχρι κει κάτω, πέρα απ’ τη Μονεβασιά, το τρανό
Μισίρι,
Αλλά και μέχρι του Παναμά, της Γκουατεμάλα, της
Νικαράγουα, του Οντουράς, της Αϊτής,
του Σαν Ντομίγκο, της Βολιβίας, της Κο-
λομβίας, του Περού, της Βενεζουέλας, της
Χιλής, της Αργεντινής, της Βραζιλίας, Ου-
ρουγουάη, Παραγουάη, του Ισημερινού,
Ακόμη και του Μεξικού.
Μ’ ένα σκληρό λιθάρι χαράζω τ’ όνομά σου πάνω στην
πέτρα, νάρχουνται αργότερα οι άνθρωποι να
προσκυνούν.
Τινάζονται σπίθες καθώς χαράζω –έτσι ήτανε, λεν, ο Μπολιβάρ– και παρακολουθώ
Το χέρι μου καθώς γράφει, λαμπρό μέσα στον ήλιο.
Είδες για πρώτη φορά το φως στο Καράκας. Το φως
το δικό σου,
Μπολιβάρ, γιατί ως νάρθης η Νότια Αμερική ολόκληρη ήτανε βυθισμένη στα πικρά σκοτάδια.
Τ’ όνομά σου τώρα είναι δαυλός αναμμένος, που φωτίζει την Αμερική, και τη Βόρεια και τη Νό-
τια, και την οικουμένη!
Οι ποταμοί Αμαζόνιος και Ορινόκος πηγάζουν από τα
μάτια σου.
Τα ψηλά βουνά έχουν τις ρίζες στο στέρνο σου,
Η οροσειρά των Άνδεων είναι η ραχοκοκκαλιά σου.
Στην κορφή της κεφαλής σου, παληκαρά, τρέχουν
τ’ ανήμερα άτια και τ’ άγρια βόδια,
Ο πλούτος της Αργεντινής.
Πάνω στην κοιλιά σου εκτείνονται οι απέραντες φυτείες
του καφέ.
Σαν μιλάς φοβεροί σεισμοί ρημάζουνε το παν,
Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας μέχρι τα
πολύχρωμα νησιά,
Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε στα
ουράνια την οργή τους,
Σειούνται τα χώματα παντού και τρίζουν τα εικονίσματα στην Καστοριά,
Τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη.
σ’ ένα ανηφορικό καλντιρίμι του Φαναριού,
Μια καντήλα στο Μουχλιό φώτιζε το ευγενικό πρόσωπό σου.
Μήπως νάσαι, άραγες, μια από τις μύριες μορφές που πήρε,
κι άφησε, διαδοχικά, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος;
Εγγονόπουλος Νίκος: Ο Ελευθερωτής, 1940
επίκλησις
Μπολιβάρ! Είσαι του Ρήγα Φερραίου παιδί,
Του Αντωνίου Οικονόμου ― που τόσο άδικα τον σφάξαν ―
και του Πασβαντζόγλου αδελφός,
Τ’ όνειρο του μεγάλου Μαξιμιλιανού ντε Ρομπεσπιέρ
ξαναζεί στο μέτωπό σου.
Είσαι ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής.
Δεν ξέρω ποια συγγένεια σε συνέδεε, αν είτανε απόγονός σου
ο άλλος μεγάλος Αμερικανός, από το Μοντεβίντεο αυτός,
Ένα μονάχα είναι γνωστό, πως είμαι ο γυιος σου.
Ο Αντώνης Οικονόμου κηρύσσει την επανάσταση στην Ύδρα
Πηγή:Ολόκληρο το ποίημα http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=515&author_id=7 |
- Επίσημη ιστοσελίδα: http://www.engonopoulos.gr/_homeEL/
Νίκος Εγγονόπουλος, Ποιητής και Φιλόσοφος
Στο άρθρο της "Νίκος Εγγονόπουλος και πολιτική ηθική", στο περιοδικό Περίπλους, (τ.50), η Ελισάβετ Κεφαλληνού εξετάζει την πολιτική ηθική του Ν. Εγγονόπουλου, διατρέχοντας όλη τη διαδρομή της ποιητικής του δημιουργίας. Από το άρθρο αυτό παραθέτουμε εδώ αποσπάσματα που μπορούν να φωτίσουν την ανάλυση του ποιήματος "Ποίηση 1948" και να κάνουν πιο εύκολα κατανοητή την πολιτική στάση του ποιητή, όπως εκδηλώνεται στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία.
" (...)Είναι γεγονός ότι η μεγάλη μεταβατική περίοδος, που διήνυε η ανθρωπότητα σταθερά από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, είχε ήδη αρχίσει να πραγματοποιείται σταδιακά πριν το πόλεμο, στοιχείο που διαφαίνεται καθαρά στην ποίηση του Νίκου Εγγονόπουλου, από τις πρώτες ποιητικές του συλλογές, όπου το ανατρεπτικό πνεύμα και το απαράμιλλο ύφος διακατέχει το έργο του μέσα στην εποχή της μεταξικής δικτατορίας. Το ποίημα "Μπολιβάρ", γράφεται υπό διαφορετικές ιστορικές συγκυρίες και αντιπροσωπεύει ως σήμερα την πεμπτουσία της ποιητικής του γραφής. Ο Εγγονόπουλος διαπλάθει εκεί έναν νέο ύμνο για την ελευθερία όπου με επικολυρικό κυρίως ύφος υμνεί το πνεύμα της συνειδησιακής ελευθερίας και της αντίστασης, ενώ θέτει ερωτήματα για την καθολικότερη μοίρα της ανθρωπότητας.
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ:
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Μονομαχία ηρώων
Σαν βράχος είν’ οι πλάτες του,
Σαν κάστρο η κεφαλή του,
Και τα δασιά τα στήθια του
Τοίχος χορταριασμένος
Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, «Στ΄»
Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·
Βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Και το σήκωσαν στου βοριά τα σπάργανα…
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
Καβάλα οι φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμώνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Κι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Οι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Εκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά
Εκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!
Ήταν γερό παιδί·
Τις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων,
Ήτανε τόσος ο Έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης
Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μεσ’ στα μαλλιά του
Η αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο,
Να βάφει τα λουλούδια,
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Τις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν…
Ά τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνειας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα…
Ήταν γενναίο παιδί·
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
Και με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μεσ’ στο μυαλό
Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
Με τους στρατιώτες του ζερβά-δεξιά
Και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του
–Φωτιά στην άνομη φωτιά!–
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λυώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Και το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο
Και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί!
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ
Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη
Η οθόνη βουλιάζει
σαλεύει το πλήθος
εικόνες
ξεχύνονται με μιας
πού πας παληκάρι
ωραίο σαν μύθος
κι ολόισια
στο θάνατο κολυμπάς.
και όλες οι αντένες
μιας γης χτυπημένης
μεγάφωνα
κι ασύρματοι από παντού
γλυκά σε νανουρίζουν
και συ ανεβαίνεις
ψηλά
στους βασιλιάδες τ’ ουρανού
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΡΗ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗ:
Ηρώων γεννήτρα, Ρούμελη κι ανταρτομάνα
.......................................
Δόξα στην πρώτη σου ψυχή και νου, τον Άρη!
Τον πρώτο καπετάνιο σου κι άξιο μπροστάρη
Πού, όντας έπεσαν όλοι, υψώθη σπάθα πρώτη...
ΨΗΦΙΑΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΕΡΤ:
- Εικαστικά: Νίκος Εγγονόπουλος
- Εποχές και συγγραφείς, Ο μυστικός ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος
- Η δε πόλις ελάλησεν, Ελευσίς - Ν. Εγγονόπουλος
- Παρασκήνιο, Ο κήπος με τ' αμέτρητα παράθυρα (Νίκος Εγγονόπουλος) (Αρχείο ντοκιμαντέρ της Ε.Ρ.Τ.)
ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟ!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή