Του γιοφυριού της Άρτας. Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄ Γυμνασίου from Τσατσούρης Χρήστος, Γυμνάσιο Μαγούλας Δυτικής Αττικής
Δείτε το γεφύρι στους χάρτες της Google.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ:
Λεξικό Λογοτεχνικών όρων:
ΠΑΡΑΛΟΓΗ:
Παραλογές
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Στίχοι: Κ.Χ Μύρης
Μουσική: Γιάννης Ζουγανέλης
Πρώτη εκτέλεση: Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Του Στρυμόνα φυσούν ξεροβόρια,
οι ναύτες αλητεύουν στο λιμάνι,
κατσούφηδες και δύστυχοι.
Αρμύρα τρώει τα σκαριά,
νερό τα παλαμάρια,
το χασομέρι το πολύ,
εμάρανε τα παλικάρια.
Πικρός καιρός μα πιο πικρό,
το γιατρικό, που λάλησεν μάντης,
βρήκε μεγάλο πρόσχημα την Άρτεμη,
τα σκήπτρα καταγής βρόντηξαν οι Ατρείδες,
και δε βαστούν τα δάκρυα.
Ο μέγας βασιλιάς φωνάζει, κρίμα βαρύ να μη λυγίσω,
βαρύτερο να σφάξω το παιδί,
καμάτι του σπιτιού μου,
το πατρικό να μαρκαρίσω χέρι μου,
βάφοντας στο βωμό, το αίμα της παρθένας.
Ολόγυρα με ζώνουν συμφορές,
λιποτάχτης να γίνω,
κι ορκομάτης φριχτός.
Αν όλοι πεθυμούν από καρδιάς,
το αίμα της παρθένας να χυθεί,
για να κοπάσει το μεροβόρι,
κρίμα δεν είναι και σε καλό να βγει.
Και μπήκε στης ανάγκης το ζυγό,
κακός αέρας φύσηξε στο νου του,
ανόσια κι ανίερη γονάτισε,
αποκοτιά τα έρμα, λογικά του.
Αισχρός συγκάτοικος το πρώτο λάθος,
ξεχαλινώμοι των ανθρώπων τα μυαλά,
κι έτσι να σφάξει τόλμησε τη θυγατέρα,
συντρέχοντας στον πόλεμο για μια γυναίκα,
ξορκίζοντας τον άνεμο για τα καράβια.
Ο πατέρας διατάζει τους δούλους,
σαν τραγί μετά την ευχή,
σηκωτή στο βωμό να τη σύρουν,
με το ζόρι ζωσμένη στο πέπλο.
Με τον έπτωτο πάνω το χώμα,
το καλλίγραμμο στόμα να φράξουν,
μη και βγάλει κατάρας φωνή,
χαλινωμένη στεκόταν βουβή,
και κυλιόταν στη γη το φόρεμά της.
Με βλέμμα παρακλητικό,
σαΐτευε των κάθε φονιά της,
μούμια σε ζωγραφιά, που θέλει να λαλήσει,
κι όμως πολλές φορές τραγούδησε.
Στο πατρικό τραπέζι, που γλεντούσαν,
μαγνητοθεϊκοί φωνούνε,
τον καλορίζικο τραγούδησε σκοπό,
για χάρη του πατέρα, που αγαπούσε
Μουσική: Γιάννης Ζουγανέλης
Πρώτη εκτέλεση: Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Του Στρυμόνα φυσούν ξεροβόρια,
οι ναύτες αλητεύουν στο λιμάνι,
κατσούφηδες και δύστυχοι.
Αρμύρα τρώει τα σκαριά,
νερό τα παλαμάρια,
το χασομέρι το πολύ,
εμάρανε τα παλικάρια.
Πικρός καιρός μα πιο πικρό,
το γιατρικό, που λάλησεν μάντης,
βρήκε μεγάλο πρόσχημα την Άρτεμη,
τα σκήπτρα καταγής βρόντηξαν οι Ατρείδες,
και δε βαστούν τα δάκρυα.
Ο μέγας βασιλιάς φωνάζει, κρίμα βαρύ να μη λυγίσω,
βαρύτερο να σφάξω το παιδί,
καμάτι του σπιτιού μου,
το πατρικό να μαρκαρίσω χέρι μου,
βάφοντας στο βωμό, το αίμα της παρθένας.
Ολόγυρα με ζώνουν συμφορές,
λιποτάχτης να γίνω,
κι ορκομάτης φριχτός.
Αν όλοι πεθυμούν από καρδιάς,
το αίμα της παρθένας να χυθεί,
για να κοπάσει το μεροβόρι,
κρίμα δεν είναι και σε καλό να βγει.
Και μπήκε στης ανάγκης το ζυγό,
κακός αέρας φύσηξε στο νου του,
ανόσια κι ανίερη γονάτισε,
αποκοτιά τα έρμα, λογικά του.
Αισχρός συγκάτοικος το πρώτο λάθος,
ξεχαλινώμοι των ανθρώπων τα μυαλά,
κι έτσι να σφάξει τόλμησε τη θυγατέρα,
συντρέχοντας στον πόλεμο για μια γυναίκα,
ξορκίζοντας τον άνεμο για τα καράβια.
Ο πατέρας διατάζει τους δούλους,
σαν τραγί μετά την ευχή,
σηκωτή στο βωμό να τη σύρουν,
με το ζόρι ζωσμένη στο πέπλο.
Με τον έπτωτο πάνω το χώμα,
το καλλίγραμμο στόμα να φράξουν,
μη και βγάλει κατάρας φωνή,
χαλινωμένη στεκόταν βουβή,
και κυλιόταν στη γη το φόρεμά της.
Με βλέμμα παρακλητικό,
σαΐτευε των κάθε φονιά της,
μούμια σε ζωγραφιά, που θέλει να λαλήσει,
κι όμως πολλές φορές τραγούδησε.
Στο πατρικό τραπέζι, που γλεντούσαν,
μαγνητοθεϊκοί φωνούνε,
τον καλορίζικο τραγούδησε σκοπό,
για χάρη του πατέρα, που αγαπούσε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ο/η είπε...