Σκέπτομαι τώρα, με τον ξαφνικό θάνατο του Θόδωρου Αγγελόπουλου, πως αν θα του ταίριαζε ένας ορισμός, αυτός θα ήταν «ποιητής της ιστορίας». Έγραψε ποίηση της ιστορίας με εικόνες, και τις εικόνες αυτές μέσω του κινηματογράφου τις κάρφωσε στα μυαλά μας. Η επιρροή του στον τρόπο που διαμορφώθηκε η ιστορική κουλτούρα των Νεοελλήνων της μεταπολίτευσης, ανάμεσα στο έθνος και στην Αριστερά, είναι αποφασιστική. Αλλά τι είδους ιστορία εποίησε ο Αγγελόπουλος; Όχι την ιστορία όπως την έγραφαν οι συγκαιρινοί του ιστορικοί, αλλά μια προφητική ιστορία. Έναν τύπο ιστορίας που επέζησε της προφητείας, συνοδεύοντας τις μεταμορφώσεις της σε επαναστατικό λόγο.
Αλλά ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στα δυο μοντέλα χρόνου που συνεπάγεται η ιστορική και η προφητική αντίληψη της ιστορίας; Η πρώτη οργανώνει τα γεγονότα του παρελθόντος σε μια σχέση αιτίας-αποτελέσματος. Τα γεγονότα του παρελθόντος εμφανίζονται σε μια αλυσίδα στην οποία κάθε κρίκος καθορίζεται από τον προηγούμενο, επομένως τα υστερότερα γεγονότα καθορίζονται διαδοχικά από τα πρότερά τους. Αντίθετα, στα προφητικά κείμενα τα γεγονότα δεν σχετίζονται κάθε φορά με τα προηγούμενά τους, αλλά κατευθείαν με μια πρωταρχική κατάσταση. Αυτή η πρωταρχική κατάσταση αποτελεί και το βαθύ αρχικό κείμενο εγγραφής κάθε καινούργιου γεγονότος. Πρόκειται για μια σχέση προβολής. Με την έννοια αυτή, τόσο τα γεγονότα που έχουν συμβεί όσο και αυτά που θα συμβούν έχουν ένα βαθύ «κείμενο» ως κοινό σημείο αναφοράς. Αυτό το βαθύ κείμενο αναπαράγεται κάθε φορά, σε κάθε νέα κατάσταση. Αυτό το βαθύ κείμενο μπορεί να έχει τη μορφή της ιστορίας της Πτώσης και της Σωτηρίας, αλλά και τη μορφή της αρχαιοελληνικής τραγωδίας, ή έναν συνδυασμό τους. Στον Αγγελόπουλο, το βαθύ κείμενο είναι η τραγωδία. Καθετί καινούργιο επομένως αποτελεί αποτύπωμα του αρχικού κειμένου. Κατά συνέπεια, η διάγνωση του μέλλοντος δεν είναι διαφορετική από τη διάγνωση του παρελθόντος, γιατί και στις δυο περιπτώσεις, εκείνο που χρειάζεται είναι αποκρυπτογράφηση ως προς το αρχικό κείμενο. Και οι δυο τύποι ιστορικής συνείδησης, αυτή που έχει τη μορφή συνακολουθίας (αλυσίδα) και αυτή που έχει τη μορφή προ-εγγραφής, κατά κάποιον τρόπο συνυπήρχαν. Στο παρόν μπορούσε να μεταφερθεί τόσο το μοντέλο της ιστορικής αιτιολογίας όσο και το προφητικό. Κάθε μοντέλο απαιτούσε διαφορετική αξιολόγηση των γεγονότων. Το ένα με βάση το μέλλον, ιδωμένο ως αιτία μελλοντικών αποτελεσμάτων, το άλλο σε σχέση με το παρελθόν, ως αποτύπωση της πρωταρχικής κατάστασης πραγμάτων.
Για να καταλάβουμε πώς ο προφητικός λόγος διαμορφώνει την ιστορική συνείδηση, πρέπει να καταλάβουμε τη λειτουργία της προτύπωσης. Ο όρος προέρχεται από τη λέξη τύπος που ήδη χρησιμοποιεί ο Παύλος: «Ταύτα δε τύποι ημών εγεννήθησαν», «ταύτα δε πάντα τύποι συνέβαινον εκείνοις».[1] Και στα δυο χωρία το νόημα είναι ότι αυτά τα γεγονότα δημιουργήθηκαν ως προτύπωση, για να προεικονίσουν, να προσημάνουν κάποια άλλα που θα συμβούν στο μέλλον. Τύπος σημαίνει αποτύπωμα, σημείον. Λ.χ., τα σημεία των καιρών για τα οποία γράφουν οι προφητείες και η Αποκάλυψη αποτελούν προτυπώσεις όσων θα συμβούν την ημέρα της Κρίσεως. Αποτελούν τύπους.Τύπος σημαίνει εκτύπωμα αλλά και μορφή. Στη λατινική θεολογία αποδόθηκε με τη λέξη figura. Η έννοια τύπος/figura εμπεριέχει ένα δυϊσμό ανάμεσα στο υπαρκτό και στο νοητό, αλλά το νοητό μπορεί να εκτείνεται από το συμβολικό έως το υπαρκτό-που-προμηνύει. Μπορεί δηλαδή να είναι ένα μαθηματικό σύμβολο (figure) όσο και ένα πραγματικό γεγονός, το οποίο στη θεία οικονομία προμηνύει ένα άλλο εξίσου πραγματικό γεγονός.
Σύμφωνα με τον Erich Auerbach, «η συμβολική μορφή και εκπλήρωση “σημαίνουν” μεν η μία την άλλη, αλλά η σημασία τους δεν αποκλείει την πραγματική ύπαρξή τους».[2] Αυτή η νοηματική ευελιξία του όρου τύπος/figura, του έδωσε, ιδιαίτερα στη λατινική του εκδοχή και στη διαδρομή που έκανε στις δυτικές γλώσσες, μια εξαιρετικά σημαντική λειτουργία στη λογοτεχνική θεωρία. Τόσο ο Auerbach όσο και ο Hayden White έχουν χρησιμοποιήσει τον όρο figural realism[3] για να περιγράψουν τη διπλή υπόσταση των κειμένων, η οποία βρίσκει την παραδειγματική της έκφραση στον Δάντη, αλλά σφραγίζει τη λογοτεχνική γραφή με τη διάσταση μορφής και περιεχομένου. Αυτή η διάσταση διαπερνά επίσης και την ιστορική γραφή.
Παρόμοια φορμαλιστική και ιερατική είναι και η κινηματογραφική γραφή του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Στις ταινίες του αποτύπωσε και ταυτόχρονα, μέσω της εμβέλειας που έχει η κινηματογραφική γλώσσα, διαμόρφωσε τις εικόνες, τα ηθικά διλήμματα και τα αισθήματα που περιέβαλαν μια αριστερή εκδοχή της πορείας της ελληνικής κοινωνίας στον 20ό αιώνα. Στον Θίασο (1975) και σε όλες τις ταινίες που ακολούθησαν παρουσιάζει τη Μικρασία και τους πρόσφυγες, τους κοινωνικούς αγώνες του Μεσοπολέμου, τη δικτατορία του Μεταξά, την Αντίσταση και τους συνεργάτες των Γερμανών, τον Εμφύλιο, την εξορία, την επιστροφή, τους νέους πρόσφυγες του τέλους του 20ού αιώνα. Οι σκηνές και τα πρόσωπα αποτελούν εικονογράφηση ιστορικών στιγμών ως «τύπων». Δοσμένες με τη μεγίστη λιτότητα, παραπέμπουν στα ιστορικά γεγονότα, ιδωμένα και αυτά συνοπτικά, σε μια σχέση επαγγελίας και εκπλήρωσης. Η εκπλήρωση εμπεριέχει και τη διάψευση, ως το αρνητικό της. Ονόματα όπως Ορέστης, Ηλέκτρα, Αντιγόνη, Ελένη, Αλέξανδρος παίζουν ανάμεσα στην πραγματική και στη νοηματική τους ύπαρξη. Κάθε σκηνή και κάθε πρόσωπο παραπέμπει σε ένα άλλο, ως νοηματική μεταφορά. Στο φινάλε της ταινίας ο Μεγαλέξανδρος (1980), ο μικρός Αλέξανδρος παραπέμπει στην ελπίδα που διαψεύστηκε, αλλά και στην αναγέννηση της ελπίδας. Στην τελευταία σκηνή της Σκόνης του χρόνου (2009), η μικρή Ελένη περπατώντας χορευτικά μέσα από τις Πύλες του Βρανδεμβούργου (παραπομπή στην πτώση του Τείχους το 1989, που συμβολίζει την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού) δημιουργεί μια επαγγελία μιας νέας ουτοπίας, η οποία παραπέμπει στη γιαγιά Ελένη που κατέληξε πρόσφυγας στην Τασκένδη (άλλος συμβολικός τόπος της υπερορίας μετά τον Ελληνικό Εμφύλιο), κυνηγώντας την ουτοπία του σοσιαλισμού. Οι σκηνές είναι «τύποι» ιστορικού δράματος το οποίο αναπτύσσεται σε επάλληλους κύκλους, όπου ο ένας ανακαλεί τον προηγούμενο και προεικονίζει τον επόμενο. Δεν υπάρχει παιχνίδι, δεν είναι τίποτε τυχαίο, στα φιλμ δεν παρεισφρέει κανένα στοιχείο που να μην είναι φορέας του νοήματος των γεγονότων. Η υπόθεση, συνήθως υποτυπώδης, χρησιμεύει για να υποβαστάζει μια ιστορία που αποτελείται από «συμβολικά σχήματα κατά παράταξη», όπως γράφει ο Auerbach. Οι ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου αποτελούν μια πολύ καλή εικονογράφηση της «προτύπωσης», η οποία δίνει μια δομή στη σχέση γεγονότων και νοήματος, καθώς επίσης και για το ιστορικό ύφος που ενέπνευσε. Είναι ένα παράδειγμα προφητικής ιστορίας, η οποία παίρνει τη μορφή της ποιητικής ιστορίας. Και, ταυτόχρονα, σ’ αυτή την έννοια της «προτύπωσης», δηλαδή στον τύπο της προφητικής ιστορίας, θα πρέπει να αποδοθεί η τεράστια δύναμη που το κινηματογραφικό του έργο απελευθέρωνε. Για τον λόγο αυτό, είναι κατά τη γνώμη μου δύσκολο να μιλήσει κανείς για την κουλτούρα της μεταπολίτευσης, αλλά και της πορείας από τη δικτατορία έως την Πτώση του Τείχους και το μεταναστευτικό ρεύμα της δεκαετίας του ’90, χωρίς τον Αγγελόπουλο. Είναι ένας από τους δημιουργούς της, και ταυτόχρονα ένας από τους κώδικές της. Κρίμα που δεν είδαμε τη ματιά του στην κρίση. Γιατί ήταν μια ματιά ταυτόχρονα εθνική και παγκόσμια. Όπως είχε πει σε μια συνέντευξη, αυτό που βλέπουμε τώρα στην Ελλάδα, θα το δούμε στο Παρίσι, θα το δούμε σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
Ο Αντώνης Λιάκος διδάσκει σύγχρονη ιστορία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Φωτογραφία του Γιόζεφ Κούντελκα, από το άλμπουμ «Περιπλανήσεις. Ακολουθώντας το βλέμμα του Οδυσσέα» (από τα γυρίσματα της ταινίας του Θ. Αγγελόπουλου «Το βλέμμα του Οδυσσέα»)
[1] Α΄ Κορινθίους, Ι΄, 6, 11
[2] Erich Auerbach, Mimesis. The Representation of Reality in Western Literature, PUP, Πρίνστον 1953, σ. 257 [στα ελληνικά κυκλοφορεί σε μετάφραση Λ. Αναγνώστου, από το ΜΙΕΤ].
[3] Στο ίδιο, σ. 194-195· Hayden White, Figural Realism. Studies in the Mimesis Effect, John Hopkins UP, Βαλτιμόρη1999, σ. 88-91.