Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας μέχρι τα πολύχρωμα νησιά, Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε στα ουράνια την οργή τους, Σειούνται τα χώματα παντού και τρίζουν τα εικονίσματα στην Καστοριά, Τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη. Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας
Σκέπτομαι τώρα, με τον ξαφνικό θάνατο του Θόδωρου Αγγελόπουλου, πως αν θα του ταίριαζε ένας ορισμός, αυτός θα ήταν «ποιητής της ιστορίας». Έγραψε ποίηση της ιστορίας με εικόνες, και τις εικόνες αυτές μέσω του κινηματογράφου τις κάρφωσε στα μυαλά μας. Η επιρροή του στον τρόπο που διαμορφώθηκε η ιστορική κουλτούρα των Νεοελλήνων της μεταπολίτευσης, ανάμεσα στο έθνος και στην Αριστερά, είναι αποφασιστική. Αλλά τι είδους ιστορία εποίησε ο Αγγελόπουλος; Όχι την ιστορία όπως την έγραφαν οι συγκαιρινοί του ιστορικοί, αλλά μια προφητική ιστορία. Έναν τύπο ιστορίας που επέζησε της προφητείας, συνοδεύοντας τις μεταμορφώσεις της σε επαναστατικό λόγο.
Αλλά ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στα δυο μοντέλα χρόνου που συνεπάγεται η ιστορική και η προφητική αντίληψη της ιστορίας; Η πρώτη οργανώνει τα γεγονότα του παρελθόντος σε μια σχέση αιτίας-αποτελέσματος. Τα γεγονότα του παρελθόντος εμφανίζονται σε μια αλυσίδα στην οποία κάθε κρίκος καθορίζεται από τον προηγούμενο, επομένως τα υστερότερα γεγονότα καθορίζονται διαδοχικά από τα πρότερά τους. Αντίθετα, στα προφητικά κείμενα τα γεγονότα δεν σχετίζονται κάθε φορά με τα προηγούμενά τους, αλλά κατευθείαν με μια πρωταρχική κατάσταση. Αυτή η πρωταρχική κατάσταση αποτελεί και το βαθύ αρχικό κείμενο εγγραφής κάθε καινούργιου γεγονότος. Πρόκειται για μια σχέση προβολής. Με την έννοια αυτή, τόσο τα γεγονότα που έχουν συμβεί όσο και αυτά που θα συμβούν έχουν ένα βαθύ «κείμενο» ως κοινό σημείο αναφοράς. Αυτό το βαθύ κείμενο αναπαράγεται κάθε φορά, σε κάθε νέα κατάσταση. Αυτό το βαθύ κείμενο μπορεί να έχει τη μορφή της ιστορίας της Πτώσης και της Σωτηρίας, αλλά και τη μορφή της αρχαιοελληνικής τραγωδίας, ή έναν συνδυασμό τους. Στον Αγγελόπουλο, το βαθύ κείμενο είναι η τραγωδία. Καθετί καινούργιο επομένως αποτελεί αποτύπωμα του αρχικού κειμένου. Κατά συνέπεια, η διάγνωση του μέλλοντος δεν είναι διαφορετική από τη διάγνωση του παρελθόντος, γιατί και στις δυο περιπτώσεις, εκείνο που χρειάζεται είναι αποκρυπτογράφηση ως προς το αρχικό κείμενο. Και οι δυο τύποι ιστορικής συνείδησης, αυτή που έχει τη μορφή συνακολουθίας (αλυσίδα) και αυτή που έχει τη μορφή προ-εγγραφής, κατά κάποιον τρόπο συνυπήρχαν. Στο παρόν μπορούσε να μεταφερθεί τόσο το μοντέλο της ιστορικής αιτιολογίας όσο και το προφητικό. Κάθε μοντέλο απαιτούσε διαφορετική αξιολόγηση των γεγονότων. Το ένα με βάση το μέλλον, ιδωμένο ως αιτία μελλοντικών αποτελεσμάτων, το άλλο σε σχέση με το παρελθόν, ως αποτύπωση της πρωταρχικής κατάστασης πραγμάτων.
Για να καταλάβουμε πώς ο προφητικός λόγος διαμορφώνει την ιστορική συνείδηση, πρέπει να καταλάβουμε τη λειτουργία της προτύπωσης. Ο όρος προέρχεται από τη λέξη τύπος που ήδη χρησιμοποιεί ο Παύλος: «Ταύτα δε τύποι ημών εγεννήθησαν», «ταύτα δε πάντα τύποι συνέβαινον εκείνοις».[1] Και στα δυο χωρία το νόημα είναι ότι αυτά τα γεγονότα δημιουργήθηκαν ως προτύπωση, για να προεικονίσουν, να προσημάνουν κάποια άλλα που θα συμβούν στο μέλλον. Τύπος σημαίνει αποτύπωμα, σημείον. Λ.χ., τα σημεία των καιρών για τα οποία γράφουν οι προφητείες και η Αποκάλυψη αποτελούν προτυπώσεις όσων θα συμβούν την ημέρα της Κρίσεως. Αποτελούν τύπους.Τύπος σημαίνει εκτύπωμα αλλά και μορφή. Στη λατινική θεολογία αποδόθηκε με τη λέξη figura. Η έννοια τύπος/figura εμπεριέχει ένα δυϊσμό ανάμεσα στο υπαρκτό και στο νοητό, αλλά το νοητό μπορεί να εκτείνεται από το συμβολικό έως το υπαρκτό-που-προμηνύει. Μπορεί δηλαδή να είναι ένα μαθηματικό σύμβολο (figure) όσο και ένα πραγματικό γεγονός, το οποίο στη θεία οικονομία προμηνύει ένα άλλο εξίσου πραγματικό γεγονός.
Σύμφωνα με τον Erich Auerbach, «η συμβολική μορφή και εκπλήρωση “σημαίνουν” μεν η μία την άλλη, αλλά η σημασία τους δεν αποκλείει την πραγματική ύπαρξή τους».[2] Αυτή η νοηματική ευελιξία του όρου τύπος/figura, του έδωσε, ιδιαίτερα στη λατινική του εκδοχή και στη διαδρομή που έκανε στις δυτικές γλώσσες, μια εξαιρετικά σημαντική λειτουργία στη λογοτεχνική θεωρία. Τόσο ο Auerbach όσο και ο Hayden White έχουν χρησιμοποιήσει τον όρο figural realism[3] για να περιγράψουν τη διπλή υπόσταση των κειμένων, η οποία βρίσκει την παραδειγματική της έκφραση στον Δάντη, αλλά σφραγίζει τη λογοτεχνική γραφή με τη διάσταση μορφής και περιεχομένου. Αυτή η διάσταση διαπερνά επίσης και την ιστορική γραφή.
Παρόμοια φορμαλιστική και ιερατική είναι και η κινηματογραφική γραφή του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Στις ταινίες του αποτύπωσε και ταυτόχρονα, μέσω της εμβέλειας που έχει η κινηματογραφική γλώσσα, διαμόρφωσε τις εικόνες, τα ηθικά διλήμματα και τα αισθήματα που περιέβαλαν μια αριστερή εκδοχή της πορείας της ελληνικής κοινωνίας στον 20ό αιώνα. Στον Θίασο (1975) και σε όλες τις ταινίες που ακολούθησαν παρουσιάζει τη Μικρασία και τους πρόσφυγες, τους κοινωνικούς αγώνες του Μεσοπολέμου, τη δικτατορία του Μεταξά, την Αντίσταση και τους συνεργάτες των Γερμανών, τον Εμφύλιο, την εξορία, την επιστροφή, τους νέους πρόσφυγες του τέλους του 20ού αιώνα. Οι σκηνές και τα πρόσωπα αποτελούν εικονογράφηση ιστορικών στιγμών ως «τύπων». Δοσμένες με τη μεγίστη λιτότητα, παραπέμπουν στα ιστορικά γεγονότα, ιδωμένα και αυτά συνοπτικά, σε μια σχέση επαγγελίας και εκπλήρωσης. Η εκπλήρωση εμπεριέχει και τη διάψευση, ως το αρνητικό της. Ονόματα όπως Ορέστης, Ηλέκτρα, Αντιγόνη, Ελένη, Αλέξανδρος παίζουν ανάμεσα στην πραγματική και στη νοηματική τους ύπαρξη. Κάθε σκηνή και κάθε πρόσωπο παραπέμπει σε ένα άλλο, ως νοηματική μεταφορά. Στο φινάλε της ταινίας ο Μεγαλέξανδρος (1980), ο μικρός Αλέξανδρος παραπέμπει στην ελπίδα που διαψεύστηκε, αλλά και στην αναγέννηση της ελπίδας. Στην τελευταία σκηνή της Σκόνης του χρόνου (2009), η μικρή Ελένη περπατώντας χορευτικά μέσα από τις Πύλες του Βρανδεμβούργου (παραπομπή στην πτώση του Τείχους το 1989, που συμβολίζει την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού) δημιουργεί μια επαγγελία μιας νέας ουτοπίας, η οποία παραπέμπει στη γιαγιά Ελένη που κατέληξε πρόσφυγας στην Τασκένδη (άλλος συμβολικός τόπος της υπερορίας μετά τον Ελληνικό Εμφύλιο), κυνηγώντας την ουτοπία του σοσιαλισμού. Οι σκηνές είναι «τύποι» ιστορικού δράματος το οποίο αναπτύσσεται σε επάλληλους κύκλους, όπου ο ένας ανακαλεί τον προηγούμενο και προεικονίζει τον επόμενο. Δεν υπάρχει παιχνίδι, δεν είναι τίποτε τυχαίο, στα φιλμ δεν παρεισφρέει κανένα στοιχείο που να μην είναι φορέας του νοήματος των γεγονότων. Η υπόθεση, συνήθως υποτυπώδης, χρησιμεύει για να υποβαστάζει μια ιστορία που αποτελείται από «συμβολικά σχήματα κατά παράταξη», όπως γράφει ο Auerbach. Οι ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου αποτελούν μια πολύ καλή εικονογράφηση της «προτύπωσης», η οποία δίνει μια δομή στη σχέση γεγονότων και νοήματος, καθώς επίσης και για το ιστορικό ύφος που ενέπνευσε. Είναι ένα παράδειγμα προφητικής ιστορίας, η οποία παίρνει τη μορφή της ποιητικής ιστορίας. Και, ταυτόχρονα, σ’ αυτή την έννοια της «προτύπωσης», δηλαδή στον τύπο της προφητικής ιστορίας, θα πρέπει να αποδοθεί η τεράστια δύναμη που το κινηματογραφικό του έργο απελευθέρωνε. Για τον λόγο αυτό, είναι κατά τη γνώμη μου δύσκολο να μιλήσει κανείς για την κουλτούρα της μεταπολίτευσης, αλλά και της πορείας από τη δικτατορία έως την Πτώση του Τείχους και το μεταναστευτικό ρεύμα της δεκαετίας του ’90, χωρίς τον Αγγελόπουλο. Είναι ένας από τους δημιουργούς της, και ταυτόχρονα ένας από τους κώδικές της. Κρίμα που δεν είδαμε τη ματιά του στην κρίση. Γιατί ήταν μια ματιά ταυτόχρονα εθνική και παγκόσμια. Όπως είχε πει σε μια συνέντευξη, αυτό που βλέπουμε τώρα στην Ελλάδα, θα το δούμε στο Παρίσι, θα το δούμε σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
Ο Αντώνης Λιάκος διδάσκει σύγχρονη ιστορία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Φωτογραφία του Γιόζεφ Κούντελκα, από το άλμπουμ «Περιπλανήσεις. Ακολουθώντας το βλέμμα του Οδυσσέα» (από τα γυρίσματα της ταινίας του Θ. Αγγελόπουλου «Το βλέμμα του Οδυσσέα»)
[2] Erich Auerbach, Mimesis. The Representation of Reality in Western Literature, PUP, Πρίνστον 1953, σ. 257 [στα ελληνικά κυκλοφορεί σε μετάφραση Λ. Αναγνώστου, από το ΜΙΕΤ].
[3] Στο ίδιο, σ. 194-195· Hayden White, Figural Realism. Studies in the Mimesis Effect, John Hopkins UP, Βαλτιμόρη1999, σ. 88-91.
Ταξίδευες κυνηγημένη από τη μοίρα σου για την κατάλευκη μα πένθιμη Ελβετία πάντα στο ντεκ σε μια σεζ-λονγκ πεσμένη κάτωχρη απ' τη γνωστή και θλιβερότατην αιτία
Πάντοτε ανήσυχα οι δικοί σου σε τριγύριζαν μα εσύ κοιτάζοντας τα μάκρη αδιαφορούσες σ' ό,τι σου λέγαν πικρογέλαγες γιατί ένιωθες πως για τη χώρα του θανάτου οδοιπορούσες
Κάποια βραδιά που από το Στρόμπολι περνούσαμε είπες σε κάποιο γελαστή σε τόνο αστείου: "Πώς μοιάζει τ' άρρωστο κορμί μου καθώς καίγεται, με την κορφή τη φλεγομένη του ηφαιστείου!"
Ύστερα σ' είδα στη Μαρσίλια σαν εχάθηκες μέσα στο θόρυβο χωρίς να στρέψεις πίσω Κι εγώ που μόνο την υγρήν έκταση αγάπησα, λέω πως εσένα θα μπορούσα ν' αγαπήσω
"Oligarchy" Έτος Παραγωγής : 2012 Σκηνοθεσία: Στέλιος Κούλογλου Σενάριο: Στέλιος Κούλογλου Διάρκεια : 91'
Ένας ακήρυχτος πόλεμος, που πρέπει να παραμείνει μυστικός, έχει ξεσπάσει σε ολόκληρο τον πλανήτη. Διεξάγεται
από μια χούφτα τραπεζιτών και πολιτικών που κυβερνούν τον κόσμο
περιφρονώντας τη δημοκρατία. Τα τελευταία χρόνια, το επίκεντρο των
συγκρούσεων έχει μεταφερθεί στην Ευρώπη, με την Ελλάδα να παίζει το ρόλο
του πεδίου δοκιμών. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μια οχταμελής ομάδα- που
θυμίζει τα δεσποτικά πολίτμπιρο της Σοβιετικής Ένωσης- ρίχνει
εκλεγμένους πρωθυπουργούς και διορίζει νέους της αρεσκείας της. Την
ονομάζουν ομάδα της Φρανκφούρτης γιατί δημιουργήθηκε στην Όπερα της
πόλης, σε μια εκδήλωση αφιερωμένη σε ένα από τα μέλη της ομάδας...
Τα
γυρίσματα του ντοκιμαντέρ έγιναν στις ΗΠΑ, τη Γερμανία, το Βέλγιο, την
Μεγάλη Βρετανία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, τον Ισημερινό και την
Ελλάδα.
Μιλούν μεταξύ άλλων οι οικονομολόγοι Μάικλ Χάντσον,
Δημήτρης Παπαδημητρίου, Μάικλ Άλμπερτ, Ρικάρντο Μπελοφιόρε, Ίαν Κρέγκελ
και Χουάν Τόρες Λόπεζ, ο πολιτικός αναλυτής Κάρλος Μαρτίνεθ Γκαρθία, ο
κοινωνιολόγος Μικαέλ Λεβί, ο Ντικ Μόρις αλλά και ο ιστορικός και
συγγραφέας Χάουαρντ Ζιν σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις.
Στον φακό του μας μιλούν επίσης οι πρωταγωνιστές της ευρωπαϊκής αλλά
και διεθνούς πολιτικής σκηνής, όπως ο o τέως Συμπρόεδρος της Γερμανικής
Αριστεράς Όσκαρ Λαφοντέν, ο αρχηγός της Γερμανικής Αριστεράς Γκρέγκορ
Γκύζι, ο Τόνι Μπεν του Εργατικού Κόμματος, οι τέως και νυν ευρωβουλευτές
Τζο Χίγκινς, Νάιτζελ Φάρατζ, Περβάνς Μπερές, Τζιάνι Βάτιμο, καθώς και ο
Πέδρο Πάεζ - πρώην υπουργός Οικονομίας του Ισημερινού αλλά και άλλοι.
Την
τρέχουσα ισορροπία δυνάμεων προσπαθούν να σκιαγραφήσουν δημοσιογράφοι
όπως ο Ζαν Κατρεμέρ της Libération, ο Πίτερ Σπίγκελ των Financial Times,
o Φρέντερικ Κάουφμαν του Harper's Magazine καθώς και ο δημοσιογράφος
της Le Monde και συγγραφέας του "Η Τράπεζα -- Πώς η Goldman Sachs
κυβερνά τον κόσμο", Μαρκ Ρος.
Τον ρόλο της Goldman Sachs στη
διεθνή οικονομική κρίση αποκαλύπτει ο πρώην υπάλληλος της, Σιλβέν
Ρέινες, ενώ στις ερωτήσεις του Στέλιου Κούλογλου απαντά ο επικεφαλής
της αποστολής του ΔΝΤ στην Ελλάδα, Πολ Τόμσεν. Ακόμη τον λόγο
παίρνουν τα θύματα που βιώνουν τις συνέπειες του πολέμου που διεξάγει η
σύγχρονη παγκόσμια ολιγαρχία, καθώς και οι επικεφαλής των ευρωπαϊκών
αντιστάσεων σε αυτή.
Το
επιβλητικό κτήριο της Βουλής των Ελλήνων έχει μακρά ιστορία που
συνδέεται άμεσα με την ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Αρχικά
Ανάκτορα του Όθωνα και του Γεωργίου, μετατράπηκε έναν αιώνα μετά την
κατασκευή του σε Κτήριο της Βουλής και της Γερουσίας. Σήμερα είναι η
Βουλή των Ελλήνων, ένα διαχρονικό σύμβολο που αποτελεί μέρος της
συλλογικής μνήμης. Το ίδιο το Κτήριο στο πέρασμα των χρόνων άλλαξε,
προσαρμόστηκε, εκσυγχρονίστηκε.
Από το 1836 έως το 1862
Ως τοποθεσία ανέγερσης των Ανακτόρων του Όθωνα επιλέχθηκε ο λόφος της Μπουμπουνίστρας. Θέση κομβική, σημείο κεντρικό της νέας πρωτεύουσας, ασφαλές και δροσερό,
να αντικρίζει την Ακρόπολη και τις παρυφές της Αθήνας. Η πρόταση
προήλθε από τον διευθυντή της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου και
επίσημο αρχιτέκτονα της βαυαρικής αυλής Φρίντριχ φον Γκαίρτνερ (Friedrich von Gaertner 1791-1847).
Στις 6 Φεβρουαρίου 1836 τέθηκε
ο θεμέλιος λίθος στο υψηλότερο ανατολικό άκρο της πόλης. Τον επόμενο
μήνα στην οικοδομή δούλευαν 520 άτομα. Στρατός και τεχνίτες, Γερμανοί
αρχιτέκτονες, Γερμανοί, Έλληνες και Ιταλοί μάστορες συνεργάστηκαν στην
κατασκευή. Με την ευκαιρία αυτή ξαναλειτούργησαν και τα αρχαία λατομεία στην Πεντέλη.
Με σεβασμό στην κληρονομιά της αρχαίας Αθήνας και εδραιώνοντας τις αρχές της αναγέννησης του αστικού κλασικισμού, ο Γκαίρτνερ σχεδίασε ένα λιτό, λειτουργικό και συμπαγές κτήριο. Είχε πρόσβαση από όλες τις πλευρές του, με τέσσερις εξωτερικές πτέρυγες
που η καθεμία διέθετε τρεις ορόφους, μια μεσαία πτέρυγα με δύο
πατώματα και δύο αυλές και κλιμακοστάσια που διευκόλυναν την επικοινωνία
μεταξύ των ορόφων.
Οι πρώτοι βασιλείς, ο Όθωνας και η Αμαλία, εγκαταστάθηκαν στην νέα τους κατοικία στις 25 Ιουλίου 1843.
Στο υπόγειο στεγάζονταν οι αποθήκες. Στο ισόγειο συνυπήρχαν η
Γραμματεία και το Ανακτορικό Ταμείο με τους βοηθητικούς τους χώρους, το
καθολικό παρεκκλήσιο του βασιλιά, το θησαυροφυλάκιο και τα μαγειρεία.
Στον πρώτο όροφο βρίσκονταν η Αίθουσα του Θρόνου, η Αίθουσα Τροπαίων, η
Αίθουσα των Υπασπιστών, σε γραμμική αλληλοδιαδοχή η Αίθουσα Χορού, η
Αίθουσα Παιγνίων και η Τραπεζαρία και τα βασιλικά διαμερίσματα, τα
οποία επικοινωνούσαν μεταξύ τους και ήταν οι πολυτελέστεροι χώροι του
κτηρίου. Το δεύτερο όροφο καταλάμβαναν τα ιδιαίτερα διαμερίσματα των
διαδόχων, του αυλάρχη και του προσωπικού των Ανακτόρων.
Παράλληλα
με τα σχέδια κατασκευής του κτηρίου, ο Γκαίρτνερ μελέτησε αναλυτικά
και προχώρησε στο σχεδιασμό και της εσωτερικής διακόσμησης διαφόρων
χώρων του κτηρίου. Συνολικά σώζονται 247 σχέδιά του, τα οποία
φυλάσσονται στο Αρχιτεκτονικό Μουσείο του Πολυτεχνείου του Μονάχου.
Τον
εξαιρετικού πλούτου και τέχνης διάκοσμο των Ανακτόρων που σχεδίασε ο
Γκαίρτνερ, φανερώνουν τα ελάχιστα αρχιτεκτονικά και διακοσμητικά
στοιχεία που διασώζονται έως σήμερα, όπως είναι το μεγαλοπρεπές
μαρμάρινο κλιμακοστάσιο και οι Αίθουσες Τροπαίων και Υπασπιστών με την
εικονογράφησή τους. Στις αίθουσες αυτές, που σήμερα αποτελούν την Αίθουσα Ελευθερίου Βενιζέλου,
διατηρείται ζωφόρος (ύψους 1.22 μ. και μήκους 78 μ.), όπου
αποτυπώνονται γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης και προσωπογραφίες
αγωνιστών, σε σχέδια του γλύπτη Λούντβιχ Μίκαελ φον Σβαντάλερ (Ludwig
Michael von Schwanthaler) και με τη συνεργασία των ζωγράφων Φίλιππου
και Γεώργιου Μαργαρίτη.
Ακριβώς δίπλα στο κτήριο των Ανακτόρων διαμορφώθηκε, με την προσωπική φροντίδα της Αμαλίας, ο Βασιλικός Κήπος,
ο οποίος κάλυπτε την έκταση που έχει μέχρι και σήμερα. Η φύτευση του
κήπου ανατέθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1840 στο Γάλλο κηποτέχνη
Φρανσουά Λουί Μπαρώ (François Louis Bareaud), ο οποίος σχεδίασε το
εσωτερικό δίκτυο των οδών και καθόρισε τη μορφή και τη θέση των
διακοσμητικών στοιχείων, των κτισμάτων, των υδάτινων εκτάσεων και των
περίφρακτων χώρων του.
Από το 1862 έως το 1922
Μετά την έξωση του Όθωνα το 1862, τα Ανάκτορα κατοικήθηκαν από το νέο βασιλιά Γεώργιο Α’, ο οποίος έφτασε στην Αθήνα στις 17 Οκτωβρίου 1863.
Ευθύς αμέσως μετά το γάμο του με την Όλγα το 1867, στο κτήριο
πραγματοποιήθηκαν νέες προσθήκες και μετατροπές. Σημαντικότερη ήταν η
τροποποίηση του κλιμακοστασίου της ανατολικής πτέρυγας και η δημιουργία
του ορθόδοξου παρεκκλησίου του Αγίου Γεωργίου, στο δεύτερο όροφο.
Επιπλέον, η διαβίωση στα Ανάκτορα μίας πολυμελούς οικογένειας και η
φιλοξενία πολυπληθών επισήμων οδήγησε σε μετατροπές χώρων και σε αλλαγές χρήσης τους. Βασική, όμως, αιτία για αλλαγές και επεμβάσεις στην αρχική κατασκευή υπήρξαν οι δύο μεγάλες πυρκαγιές των
Ανακτόρων: η πρώτη, το 1884, αποτέφρωσε το δεύτερο όροφο της βορινής
πτέρυγας· η δεύτερη, και μεγαλύτερη, το 1909, κατέστρεψε ολοσχερώς την
κεντρική πτέρυγα και τα αντίστοιχα σε αυτήν τμήματα της ανατολικής και
δυτικής πτέρυγας και ανάγκασε τη βασιλική οικογένεια να μετακινηθεί στο
θερινό ανάκτορο του Τατοΐου. Παρόλο που οι βασιλείς επέστρεψαν στο
κτήριο το 1912, ελάχιστες από τις εγκριθείσες μελέτες επισκευών είχαν
πραγματοποιηθεί, ενώ οι πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις των
επόμενων ετών, ελληνοβουλγαρικός πόλεμος, δολοφονία του βασιλιά
Γεωργίου Α' και κήρυξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, διέκοψαν τις εργασίες
αποκατάστασης των ζημιών.
Μετά
τη δολοφονία του Γεωργίου του Α΄, βασιλιάς ορκίστηκε ο διάδοχος
Κωνσταντίνος και βασιλικό Ανάκτορο ορίστηκε η έως τότε κατοικία του, το
Μέγαρο της Ηρώδου Αττικού (σημερινό Προεδρικό Μέγαρο). Στα Παλαιά,
πλέον, Ανάκτορα παρέμειναν –κατά διαστήματα- μέλη της βασιλικής
οικογένειας και η βασιλομήτωρ Όλγα έως το 1922, οπότε εγκατέλειψε
οριστικά την Ελλάδα.
Μεταβατική Περίοδος
Το 1922 αποτέλεσε τομή στην ιστορία του κτηρίου. Τότε εγκαταλείφθηκε οριστικά από τη βασιλική οικογένεια,
ενώ συγχρόνως οι ιστορικές συγκυρίες το οδήγησαν σε νέες χρήσεις.
Κρατικές υπηρεσίες, ιδιωτικοί κοινωνικοί φορείς, διεθνείς οργανώσεις που
συντονίστηκαν για την αντιμετώπιση των σύνθετων προβλημάτων που
προέκυψαν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, στεγάστηκαν στο κτήριο, μαζί
με δημόσιες υπηρεσίες, που εγκαταστάθηκαν από την κυβέρνηση για την
κάλυψη των αυξανόμενων μόνιμων αναγκών της. Έτσι, στη δεύτερη δεκαετία
του 20ού αι. στο κτήριο βρήκαν στέγη υπηρεσίες του Υπουργείου Γεωργίας,
του Υπουργείου Στρατιωτικών, του Υπουργείου Υγιεινής, η Διεθνής
Υπηρεσία Μετανάστευσης, η Αστυνομία Πόλεων, η «Χριστιανική Ένωσις
Νεανίδων» (Χ.Ε.Ν.), ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός, ο Διεθνής Σύνδεσμος
Γυναικών κ.ά. Λειτούργησαν, επίσης, ιατρείο βρεφών, οικοτροφείο
φοιτητών, νοσοκομείο και ορφανοτροφείο της Near East Relief, καθώς και
τα Εργαστήρια Μπενάκη. Τα διαμερίσματα του Γεωργίου Α΄ και το
παρεκκλήσι στο ισόγειο χρησιμοποιήθηκαν για την αποθήκευση της
βασιλικής περιουσίας, η οποία κατατέθηκε το 1935 στην Ιστορική και
Εθνολογική Εταιρεία.
Μέχρι το
1925, οι παρεμβάσεις στο εσωτερικό του κτηρίου ήταν πρόχειρες
διαρρυθμίσεις, με στόχο τη διαίρεση μεγάλων χώρων σε μικρότερους. Η
μόνη νέα κατασκευή ήταν η ανέγερση το 1925 ενός μικρού κτίσματος στον
περίβολο των Παλαιών Ανακτόρων, το οποίο είναι γνωστό μέχρι σήμερα ως
"Παλατάκι".
Με την απόφαση ανέγερσης του Μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη,
σε σχέδια του αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Λαζαρίδη, το 1928, άλλαξε η έως
τότε πρόσοψη του κτηρίου σε σχέση με τον περιβάλλοντα χώρο.
Από τα Παλαιά Ανάκτορα στο Κτήριο της Βουλής των Ελλήνων
Το Νοέμβριο του 1929 η
Κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου, ύστερα από πολλές συζητήσεις στη
Βουλή, αποφάσισε τη στέγασή της, μαζί με τη Γερουσία, στο κτήριο των
Παλαιών Ανακτόρων. Οι εργασίες για τη μετατροπή του κτηρίου σε
Μέγαρο Βουλής και Γερουσίας σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ανδρέα Κριεζή,
αποτέλεσαν τη ριζικότερη επέμβαση σε αυτό μετά την αρχική κατασκευή
του: με τις στατικές επεμβάσεις στο φέροντα οργανισμό των περιμετρικών
πτερύγων, την κατεδάφιση της κεντρικής πτέρυγας και την κατασκευή νέας
για τη στέγαση των Αιθουσών συνεδριάσεων της Βουλής και της Γερουσίας.
Εξωτερικά,
η σημαντική αλλαγή που συντελέστηκε, χωρίς, όμως, να αλλοιώνει τη
μορφή και την αισθητική του, ήταν η νέα είσοδος στη βορινή πλευρά, όπου
κατασκευάσθηκε ένα πρόπυλο με έξι δωρικούς κίονες με στοιχεία
δανεισμένα από τα δύο άλλα πρόπυλα που κοσμούν την δυτική και την
ανατολική όψη.
Αλλαγές στην
εσωτερική διακόσμηση και τη διαρρύθμιση έγιναν προκειμένου να
ανταποκριθεί το κτήριο στη νέα του, εντελώς διαφορετική, χρήση. Στο
ισόγειο διαμορφώθηκαν χώροι γραφείων του Πρωθυπουργού και του Προέδρου
της Βουλής και στον πρώτο όροφο των υπηρεσιών της Βουλής. Στο
δεύτερο όροφο διαρρυθμίστηκαν χώροι στέγασης της Βιβλιοθήκης της Βουλής
και του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στο ανακαινισμένο κτήριο των
Παλαιών Ανακτόρων εγκαταστάθηκε η Γερουσία, καθώς και η Βιβλιοθήκη και
το Συμβούλιο της Επικρατείας το 1934, το οποίο παρέμεινε στο κτήριο έως
το 1992. Την 1η Ιουλίου 1935 η Ε΄ Εθνοσυνέλευση άρχισε
πανηγυρικά τις εργασίες της στη νέα αίθουσα της Ολομέλειας. Από το 1935
έως σήμερα, στο Κτήριο στεγάζεται η Βουλή των Ελλήνων.
Η Βουλή των Ελλήνων σήμερα
Από το 1975 γίνονται οι απαραίτητες εργασίες για τον εκσυγχρονισμό και την τεχνολογική αναβάθμιση του κτηρίου. Σκοπός είναι η καλύτερη δυνατή λειτουργία των υπηρεσιών, με την αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες, τα σύγχρονα εργαλεία και ο αναβαθμισμένος εξοπλισμός.
Από τις σημαντικότερες αισθητικές παρεμβάσεις στο εξωτερικό του κτηρίου υπήρξε η τοποθέτηση του ανδριάντα του Χαριλάου Τρικούπη και του Ελευθερίου Βενιζέλου, έργα του γλύπτη Γιάννη Παππά, στο δυτικό περίβολο του κτηρίου, ορατά από μεγάλη απόσταση. Το 2003 τοποθετήθηκε το άγαλμα της Μάνας του Χρήστου Καπράλου στον ανατολικό περίβολο.
Το 2002 τοποθετήθηκε στο Περιστύλιο της Αίθουσας Συνεδριάσεων της Ολομέλειας το Μνημείο της μάχης της Πίνδου του Χρήστου Καπράλου. Η ανάγλυφη ζωφόρος, μήκους 40 μέτρων και ύψους 1,10 μέτρων, εξιστορεί σε επτά επεισόδια τα περάσματα από την Ειρήνη, τον Πόλεμο, την Κατοχή, την Αντίσταση και πάλι την Ειρήνη και τη Συμφιλίωση. Έτσι δημιουργήθηκε ένας ενδιαφέρων διάλογος –σε επίπεδο εικαστικό και συμβολικό– με τη ζωγραφική ζωφόρο της Αίθουσας Ελευθερίου Βενιζέλου. Πρόσφατα, μάλιστα, ολοκληρώθηκε η συντήρηση και η αποκατάσταση της ζωγραφικής διακόσμησης αυτής της αίθουσας, καθώς και της Αίθουσας Συνεδριάσεων της Ολομέλειας της Βουλής, της Αίθουσας της Γερουσίας και του Εντευκτηρίου. http://www.hellenicparliament.gr/Vouli-ton-Ellinon/ToKtirio/Istoria-Ktiriou
Βουίζει απόψε μυστικά μες την καρδιά μου ένας σκοπός -καρδιά μου- Σ΄ άγνωστες γλώσσες μου μιλούν φλογερές μεθυσμένες και με κυκλώνει από παντού ο κόκκινος χορός.
Απ΄ το σκοτάδι έρχομαι μ΄ ένα μικρό τραγούδι -τραγούδι- Ένα τραγούδι φωτεινό κρυφά να το χαρίσω στους φίλους που είναι πια αργά αργά να κάνουν πίσω.
Πότε θα τραγουδήσουμε τραγούδια ευτυχισμένα -τραγούδια- Απρίλη ψεύτη χάνομαι στα ψεύτικα όνειρά σου. Μικρές τσιγγάνες του Νοτιά χορεύουν στη ματιά σου.