Σελίδες

Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Χαΐνηδες - Το καπηλειό


Στίχοι: Δημήτρης Αποστολάκης
Μουσική: Δημήτρης Αποστολάκης
Πρώτη εκτέλεση: Χαΐνηδες


Ήτανε όμορφο θαρρώ
εκείνο τον παλιό καιρό
το καπηλειό μου
γιαλός, καημός και τσικουδιά
βαρμένα μέσα στην καρδιά
με τ' όνειρό μου.

Και κάθε μέρα από βραδύς

ντουγιουρντισμένος ο Βαρδής
με το λαούτο
με το κρασί του στον οντά
στον αμανέ του να κεντά
τον κόσμο τούτο.

Κι ο Σταύρος πέρα στη γωνιά

που για δυό χείλια βυσσινιά
τα σιγοπίνει
παίρνει νερό σαν τραγουδεί
'που το λαούτο του Βαρδή
τον πόνο σβήνει.

Κι ο Μύρος πιάνει το χορό

το χώμα μόνο έχει οχτρό
χρυσά παλάτια
σε κάποια θάλασσα πλατιά
θυμάται, κόκκινα φωτιά
τα δυο του μάτια.

Θυμούμαι κάθε χαραυγή

πού 'λεγα ο ήλιος να μη βγει
στην αγκαλιά σου
όνειρο βάρκα με πανιά
να σεργιανίζω το ντουνιά
με τα φιλιά σου.

Αργό το ζάλο μου, βαρύ

ήτανε ψεύτικος μπορεί
ο έρωτάς σου
ρωτώ διαβάτες στα στενά
αν είδαν μάτια καστανά
σαν τα δικά σου.

Πως να δικάσω μια ζωή

κι ένα αστέρι το πρωί
που τρεμοσβήνει
στο ερειπωμένο καπηλειό
ένα μου όνειρο παλιό
έχει 'πομείνει.

Τρίτη 22 Μαΐου 2012

Αλκίνοος Ιωαννίδης - 4 δρόμοι για τον Ερωτόκριτο



Αφεντόπουλος της Μυτιλήνης
Μέσα σε τούτον τον καιρόν ήρθεν εκείνη η ώρα,
να μαζωχτούν οι Στρατηγοί, ν' αναγαλλιάσει η Χώρα,
να κονταροκτυπήσουσι, τα Δώρα να κερδέσουν,
να τιμηθούσιν οι καλοί, να ντροπιαστού' όσοι πέσουν.

Ο πρώτος οπού μ' Αφεντιές ήρθε την ώρα εκείνη,
ήτονε τ' Αφεντόπουλον από τη Μυτιλήνη.
Εις ένα-ν άλογο ψαρό πιτήδειος Καβαλάρης,
όμορφος, αξαζόμενος, κ' ερωτοδιωματάρης.

Τα ρούχα οπού σκεπάζασι 'ποπάνω τ' άρματά του,
μπλάβα με τ' άστρα τα χρουσά [ήσα' για] φορεσά του.


Αφέντης της Μεθώνης
Πάλι ξοπίσω του αυτουνού επρόβαλε κοντάρι,
κι άλογο κόκκινο, ψηλό, μ' όμορφο Καβαλάρη.
Τ' όνομά του ελέγασι Φιλάρετον οι άλλοι,
είχεν αντρειά και δύναμι, και πλουμισμένα κάλλη.

Τούτ' ήταν τ' Αρχοντόπουλο που όριζε τη Μοθώνη,
πάντά'χει λογισμούς τιμής, πάντα ψηλά ξαμώνει.
Ήτονε χρυσοκόκκινη η φορεσά οπού εφόρει,
χάρισμα του την ήκαμε μια πλουμισμένη κόρη.

Στην κεφαλή του η σγουραφιά, που ηθέλησε να βάλει,
ήδειχνε πως μαραίνεται για μιας νεράιδας κάλλη



Αφέντης της Μακεδονιάς
Με σπούδα και με βιά πολλή επρόβαλε ως λιοντάρι
ο Αφέντης της Μακεδονιάς, τ' όμορφο παλικάρι.
Και τ' όνομά του το γλυκύ το λέγαν Νικοστράτη,
η φορεσιά του ήταν χρυσή, όλο καρδιές γεμάτη.

Με σπούδα και με βιά πολλή επρόβαλε ως λιοντάρι
ο Αφέντης της Μακεδονιάς, τ' όμορφο παλικάρι.
Ήτονε εικοσιενούς χρονού, όμορφος κοπελιάρης
πολλά μεγάλης δύναμης, πολλά μεγάλης χάρης.

Τραγουδιστής, ξεφαντωτής, και νυχτογυρισμένος,
στου Πόθου τα στρατέματα πολλά βασανισμένος




Αφέντης της Κορώνης
Ωσά φεγγάρι λαμπυρός εφαίνετο στη μέση
εις Καβαλάρης, κ' ήρχετο την Τζόγια να κερδέσει,
σ' ένα φαρί μαυρόψαρο, όμορφο και μεγάλο,
πηδώντας και χλιμίζοντας ήκανε κάθε ζάλο.

Ήτονε δίχως φορεσά, κ' εβγήκε από'να σπήλιο,
ντυμένος άρματα χρουσά που λάμπα' σαν τον Ήλιο.
Τούοτ το σπήλιον ήκαμε με τάβλες και με τράβες,
με σγουραφιές τριώ' λογιών, πράσινες, μαύρες, μπλάβες.

Το μαύρο δείχνει σκοτεινό, το πράσινο σα δάση,
το μπλάβο, πέτρες [χάλαβρο], που μπόρειε να γελάσει




Αφέντης της Σκλαβουνιάς - Ρηγόπουλο της Κύπρου
 Ο Αφέντης της Σκλαβουνιάς
Πάντ' έδειχνε τον άπονο, πάντα τον μανισμένο,
μιά πιθαμή επερίσευγε τον πλιά μακρύ αντρειωμένο.
Είχε κι αυτός στην κεφαλή Νησί σγουραφισμένο,
κ' ήτο στη μέση του γιαλού βαθιά θεμελιωμένο‧

Της Κύπρου το Ρηγόπουλο
Κ[υπρίδη]μος εκράζετο, πολλοί τον εγνωρίζαν,
όλα του τα καμώματα από μακρά εμυρίζαν.

Με μιά βροντή και μιά αστραπή με τέχνη καμωμένη,
από ένα νέφαλο θολόν εις Καβαλάρης βγαίνει.
Ετούτος είναι π' όριζε τση Σκλαβουνιάς τους τόπους,
ποτέ η αντρειά του δεν ψηφά ουδέ θεριά, ουδ' ανθρώπους.

Αυτός δεν είχε φορεσά, και τ' άρματά του λάμπου',
κ' ήσα' γεμάτα ανθούς δεντρών και λούλουδα του κάμπου.

Την ώρα κείνη από μακρά πολλή λαλιά γρικούσι
πολλών αρμάτων ταραχή, φαριά χιλιμιντρούσι.
Κ' ήτονε το Ρηγόπουλο της Κύπρος, ο πετρίτης,
κ' ήλαμπε ως λάμπει ο Αυγερινός κι ως φέγγει ο Αποσπερίτης

Στην περικεφαλαίαν του ήτο σγουραφισμένο
Αμάξι, κ' εκωλόσυρνε τον Έρωτα δεμένο.